28/7/12

ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΟΝ FREDE

Michael Frede [*]







Η θάλασσα αποτελεί πηγή ζωής για τα ψάρια, ενώ είναι μοιραία για τον άνθρωπο (Ηράκλειτος, DK 22B61)



Μέσα στην παραζάλη του καλοκαιριού σκέπτομαι πάλι τον Frede. Πέντε χρόνια από τον αναπάντεχο πνιγμό στα νερά του Κορινθιακού, αυτού του δεινού κολυμβητή στα αρχαία μας κείμενα, στην παραλία του Άγιου Μηνά, λίγα μόλις χιλιόμετρα από τον ομφαλό της γης όπου τον γνώρισα. Αλήθεια πότε τον γνώρισα; Μελετώντας το ‘Platos Sophist on false statements’ όταν έγραφα το ‘Ψάχνοντας για τον Σοφιστή’ και μάθαινα ως μειράκιον ακόμη της φιλοσοφίας πως γύρω μας υπάρχει πλήθος το ψέμα και η αλήθεια δεν υπάρχει πάντοτε και υπό όλες τις όψεις, ή μήπως σε κάποιο συνέδριο των Δελφών, όταν αναρωτιόμουν για τις Αριστοτελικές αιτίες, αυτό που ήταν να είναι τα πράγματα, την έσχατη ουσία, και πώς γίνεται ο νους να μην την σκέπτεται με όρους κατηγόρησης αλλά απλώς να την συλλαμβάνει. Ίσως όμως το πότε τον γνώρισα να μην είναι σημαντικό, αφού συν τω χρόνω βλέπω καθαρά πόσο σχετικό και εύκολο είναι το πέρασμα απ’ το όν στο μη όν και τανάπαλιν, και πως αν έχει κάτι σημασία, είναι το πώς τον θυμάμαι.

Θυμάμαι τον Frede κάθε που ο νους μου ταξιδεύει στους Δελφούς, στις συνεδρίες του ‘περί ψυχής’ να παρατηρεί και να σχολιάζει ξεδιπλώνοντας σκέψεις, σε μεταμεσονύχτιες ακούραστες συζητήσεις στον Ξενώνα, στον πρωινό καφέ κάποιας ηλιόλουστης και πνευματικής άνοιξης, όταν ευχαριστημένος και με αφορμή το ‘περί θαυμάτων’ του Hume σκέφτηκα φωναχτά και αυθόρμητα: «αν όντως υπάρχουν θαύματα, θα είναι σαν κι αυτό το υπέροχο πρωινό που ζούμε εδώ σήμερα», θυμάμαι πόσο εύστοχα αντιγύρισε με τα λόγια του Πλάτωνα: «το θαυμάζειν είναι η αρχή της φιλοσοφίας και το πάθος των φιλοσόφων». Θυμάμαι τον Frede να εξηγεί το έξυπνο ξεγλίστρημα που λέγεται σοφιστεία, το να ισχυρίζεσαι δηλαδή κάτι, ενώ γνωρίζεις καλά πως είναι εσφαλμένο, που όμως εάν εξεταστεί από κοντά και με προσοχή αποκαλύπτεται εύκολα.

Θυμάμαι τον Frede να με παροτρύνει να εκφράσω τις σκέψεις μου στις συνεδρίες των τοπικών, και κάποτε να εξομολογείται πόσο έμμονα, μερικές φορές και για μήνες, τον απασχολούσε μία και μόνο μία ελληνική λέξη. Θυμάμαι τον Frede κάθε που επιστρέφω στις ρίζες, στη γλώσσα μου και στις πηγές. Θυμάμαι την εξυπνάδα και τη λάμψη στο βλέμμα, το αρχοντικό του παράστημα, την ψυχική ευγένεια και την απλότητα, θυμάμαι ένα δάσκαλο χωρίς επιτήδευση, όχι έναν συμβατικό ακαδημαϊκό, όχι έναν άνθρωπο της έπαρσης και των τύπων.

Θυμάμαι πως του έφερα κάποτε απ’ τη Σάμο μια πήλινη κούπα, του δίκαιου Πυθαγόρα, πού εάν προσθέσει μια σταγόνα παραπάνω κανείς και ξεπεράσει το όριο (ύβρις), αδειάζει ευθύς και αμέσως ολόκληρη (νέμεσις). Θυμάμαι ακόμη το ατημέλητο ντύσιμο, τα άφιλτρα που κάπνιζε αρειμανίως αγνοώντας απαγορεύσεις και που αλλοίμονο φοβόμασταν τότε πως θα τον χάναμε εξ αιτίας αυτής της συνήθειας, θυμάμαι τον μαθητή του τον Benjamin να μου λέει με ειλικρινή αγάπη, όταν ο Michael είχε αποφασίσει πια τον μόνιμο ερχομό του στην Αθήνα: «να τον προσέχετε τον δάσκαλό μας, στενοχωριόμαστε πολύ που μας φεύγει» κι αναλογίζομαι σήμερα τι διαίσθηση έκρυβαν εκείνα τα λόγια.


 
[*] Από τους επιφανέστερους μελετητές της αρχαίας φιλοσοφίας, ο Michael Frede (Βερολίνο 1940-Ιτέα 2007) τίμησε με την παρουσία του την Ελλάδα, όπου εγκαταστάθηκε τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Σπούδασε στη Γερμανία και δίδαξε στα πανεπιστήμια του Göttingen, του Berkeley, του Princeton και της Οξφόρδης. Το διδακτικό και ερευνητικό του έργο κάλυψε μια τεράστια περιοχή της αρχαίας φιλοσοφίας, που ξεκινάει από τον Πλάτωνα, και συνεχίζει με τον Αριστοτέλη, τους Στωικούς, τους Σκεπτικούς, τον Επίκτητο, τον Πλωτίνο, αλλά και την αρχαία ιατρική, τις διαμάχες Εθνικών και Χριστιανών έως και τους Πατέρες της Εκκλησίας.


Θα ήθελα στη συνέχεια να παρουσιάσω ένα κείμενο που μια νύχτα του Μάη του 2006 άφησα στην πόρτα του στην οδό Θεωρίας, κάτω απ’ την Ακρόπολη, εκεί που διάλεξε να είναι το τελευταίο του εν ζωή σπίτι. Προέκυψε εξ αιτίας της αυστηρότητας που εξάντλησε πάνω μου, μετά από μιαν ισχυρή διαφωνία μας στο σεμινάριο του ΜΙΘΕ σχετικά με το ‘είναι’ σε ένα χωρίο του ‘Περί Ερμηνείας’, η οποία αποδείχτηκε για μένα τουλάχιστον δημιουργική. 

Μην φοβηθείτε το κείμενο που ακολουθεί, αναγνωρίζω πως θέλει συγκέντρωση και πως ίσως φανεί δύσκολο σε όσους δεν έχουν ιδιαίτερη εξοικείωση, όμως ποτέ δεν είναι αργά να συναντηθούμε με την μεγάλη φιλοσοφική μας παράδοση που για χρόνια μας στέρησαν και που θα έπρεπε να είναι μέρος της σχολικής μας εκπαίδευσης. Θα συνιστούσα να έχετε μπροστά σας και το αρχαίο κείμενο (http://folk.uio.no/amundbjo/grar/interpretatio/texts/interpr_gr.txt), αφού οι μεταφράσεις των χωρίων είναι η δική μου ανάγνωση.

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ: ΠΕΡΙ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ (16b19-25) 
«Όταν τα ρήματα λέγονται καθαυτά είναι ονόματα και σημαίνουν κάτι, αφού προσηλώνει ο ομιλών τη διάνοια, κι ο ακροατής ηρεμεί, –όμως με κανένα τρόπο δεν σημαίνουν εάν είναι ή δεν (είναι)· γιατί το ‘είναι’ ή το ‘δεν είναι’ δεν αποτελεί σημείο του πράγματος, ούτε ακόμη αν μεμονωμένα πεις ‘ον’. Γιατί αυτό τίποτε δεν είναι, προσημαίνει όμως κάποια σύνθεση, η οποία χωρίς τα συντιθέμενα δεν είναι δυνατό να εννοηθεί.» [1]

Όταν, λέει ο Αριστοτέλης, τα ρήματα λέγονται καθαυτά (από μόνα τους) είναι κι αυτά ονόματα και σημαίνουν κάτι. Έχουν τεθεί δηλαδή ως ονόματα [2], έχουν τεθεί ως φωνές σημαντικές, ως φωνές που σημαίνουνε κάτι. Έχουν τεθεί, αφού δεν υπάρχουν στη φύση, αλλά υπάρχουν μόνο από τη στιγμή που θα τεθούν ως ονόματα, από τη στιγμή που θα γίνουν σύμβολα (16a27-28), και θα αποκτήσουν μια σημασία.

Κι αρχίζουν αμέσως οι απορίες: Τι είναι τα σύμβολα, τι είναι οι σημασίες και σε τι διαφοροποιούνται από τα σύμβολα; Τα γράμματα είναι σύμβολα των φωνών, καθώς και οι φωνές είναι σύμβολα των παθημάτων της ψυχής [3]. Κι ακόμη, τα σύμβολα αυτά (φωνές και γράμματα), που δεν είναι τα ίδια για όλους, αποτελούν πρώτα σημεία των παθημάτων της ψυχής, ενώ, τα παθήματα της ψυχής είναι ομοιώματα και όχι σύμβολα των πραγμάτων και είναι τα ίδια για όλους όπως και τα πράγματα (16a3-8). Έτσι, αν το σύμβολο είναι κατά συνθήκη, τίθεται δηλαδή ως σχέση, σαφώς διακεκριμένη και ορισμένη, που συνδέει δύο όρους, έτσι ώστε ο ένας να εκπροσωπεί διαρκώς τον άλλο, όταν λέμε δηλαδή τον ένα να εννοούμε τον άλλο˙ το ομοίωμα είναι φύσει. Μπορούμε ας πούμε κλείνοντας τα μάτια να ανακαλέσουμε την εικόνα ενός πράγματος, μπορούμε να επαναφέρουμε την ίδια εικόνα εφόσον πρόκειται για το ίδιο πράγμα (όχι βέβαια όλοι επακριβώς την ίδια εικόνα, αφού μικάμε για ομοιώματα). Μπορούμε αν θέλουμε, αφού η φαντασία είναι πάθος που εξαρτάται από μας, θα πει ο Αριστοτέλης στο Περί Ψυχής αναφερόμενος στη φαντασία, να φέρουμε μια εικόνα μπροστά στα μάτια μας, όπως εκείνοι που θέτουν εικόνες από μνήμης και τις (ανα)σχηματίζουν στο νου [4]. Όμως οι απορίες εξακολουθούν. Τι είναι σημασία στην περίπτωση μιας λέξης, ενός ονόματος όπως αποκαλεί την λέξη ο Αριστοτέλης; Αυτό που εννοούμε όταν λέμε ή ακούμε (τον ήχο, το φώνημα) ή όταν γράφουμε ή διαβάζουμε (τη γραπτή παράσταση) αυτή τη λέξη. Το σημαινόμενο όπως θα λέγαμε σήμερα. Όμως μια λέξη μπορεί να έχει, και έχει συνήθως, μια σειρά από σημασίες (πχ. κυριολεκτικές, μεταφορικές). Η σημασία είναι κάτι γενικότερο απ’ αυτό που λέμε σύμβολο και ενδεχομένως το περιέχει, δεν είναι πάντοτε μονοσήμαντα ορισμένη όπως το σύμβολο και εξ αιτίας αυτού μας είναι απαραίτητα και τα συμφραζόμενα. Ακόμη, τα νοήματα είναι παθήματα της ψυχής [5]; Γιατί αν δεν είναι, και παθήματα είναι εδώ μόνο τα πάθη ή τα συναισθήματα όπως τα εννοούμε σήμερα, τότε τι συζητάμε για αποφαντικό λόγο; Η απόφανση, κατάφαση και άρνηση είναι σύμβολα των όσων συμβαίνουν στην ψυχή, θα ξαναπεί ελλειπτικά ο Αριστοτέλης (24b2-3). Αλλά ήδη έχει πει [4] πως η φαντασία είναι πάθος εφ’ ημίν, κι αν είναι έτσι, ίσως εννοεί πως είναι πάθος και η νόηση [6], αφού η ψυχή ποτέ δεν σκέπτεται δίχως φάντασμα, διό ουδέποτε νοεί άνευ φαντάσματος η ψυχή (Περί Ψυχής 431a17). Αλλά ας επιστρέψουμε στα ονόματα και τα ρήματα. 

Τι σημαίνει αν πούμε ‘ειμί’, ως όνομα καθαυτό, από μόνο του, κεχωρισμένον από τον λόγο; Αν ψάξουμε σε κάποιο λεξικό την λέξη ‘ειμί’ θα δούμε πως έχει, πως είναι δυνατόν να της αποδοθούν μια σειρά από σημασίες και χρήσεις μέσα στο λόγο (ειμί: είμαι, διαρκώ, σημαίνω, υπάρχω,..., συνδετική και υπαρκτική). Όταν λοιπόν κάποιος λέει ειμί, κεχωρισμένον από τον λόγο, λέει μεν και εννοεί κάτι, προ-σημαίνει (δηλώνει μία σημασία εκ των προτέρων) δια του ‘ειμί’, μία και όχι περισσότερες σημασίες αφού το όνομα είναι σύμβολο, όμως δεν λέει ακόμη κάτι με την έννοια του λόγου [7]. Το ότι το ‘ειμί’, είναι όνομα σημαίνει ότι δεν αποτελείται από μέρη που έχουν σημασία μέσα σ’ αυτό (16a20-21), ή ακόμη κι αν είχαν κάποια σημασία από μόνα τους, (πχ. το ει), την έχουν χάσει μέσα στο όνομα [8]. Σημαίνει δηλαδή ότι το ‘ειμί’ δεν μπορεί να είναι λόγος, αφού ο λόγος χρειάζεται να αποτελείται από μέρη και μάλιστα κάποιο απ’ αυτά τα μέρη να έχει σημασία (16b26-27). Από την στιγμή που έχει πει μόνο μια λέξη, ένα όνομα, δεν έχει ακόμη πει κάτι με την έννοια του λόγου, πόσο μάλλον του αποφαντικού λόγου όπως τον εννοεί ο Αριστοτέλης, δεν έχει ακόμη πει κάτι ως αλήθεια και ψέμα, δεν έχει ακόμη πει κάτι ως σύνθεση [9], ως συμπλοκή νοημάτων [10], αφού τα ονόματα και τα ρήματα μοιάζουν με τα νοήματα που δεν γνωρίζουν σύνθεση ή διαίρεση (16a13-14), και που από μόνα τους δεν μπορεί ακόμη να είναι αληθή ή ψευδή εκτός βέβαια και αν προστεθεί κάτι (16a15).

Γιατί το είναι, συνεχίζει ο Αριστοτέλης, δεν αποτελεί σημείο του πράγματος. Από τη μια μεριά, ως όνομα και ως ρήμα, ως φωνή σημαντική, ή απλά ως φωνή [11], αποτελεί σύμβολο των παθημάτων της ψυχής και όχι ομοίωμα του πράγματος. Σημείο και σύμβολο των παθημάτων της ψυχής, τα οποία δεν μπορεί παρά να δημιουργεί η νόηση, η δύναμη δηλαδή της ψυχής που νοεί. Θα μπορούσε έτσι να πει κανείς τα σημεία πηγαίνουν μαζί με τα σύμβολα, αλλά όχι και με τα ομοιώματα, αλλά ούτε καλά ακούγεται ούτε και σωστό μπορεί να είναι κάτι τέτοιο. Τι είναι όμως σημείο και τι πρώτο σημείο; «Σημείον εστίν, ου μέρος ουθέν», έλεγε ο Ευκλείδης, ορίζοντας το σημείο στο χώρο. Σημείο λέει σήμερα η σημειωτική είναι η ελάχιστη αυτόνομη μονάδα σημασίας. Τα σύμβολα αυτά (φωνές: προφορικές λέξεις, και γράμματα: γραπτές λέξεις και όχι στοιχεία), που δεν είναι τα ίδια για όλους, αποτελούν πρώτα (πρωταρχικά, μη αναλύσιμα) σημεία των παθημάτων της ψυχής (16a6-8). Άρα από δω θα ξεκινήσουν τα σύμβολα για να οδηγηθούμε στο λόγο, από αυτά που όπως και τα πρώτα νοήματα δεν γνωρίζουν σύνθεση και διαίρεση (16a13-14)˙ σημείο εκκίνησης το όνομα και το ρήμα θα πει ο Αριστοτέλης. Αν είναι έτσι έχει καλώς, δεν τέλειωσαν όμως οι απορίες. Παραμένει η ερώτηση: Γιατί το είναι δεν αποτελεί σημείο του πράγματος; Γιατί αυτό το είναι, το είναι της κατηγόρησης που θα μας απασχολήσει εδώ, το είναι με τη συνδετική χρήση, τίποτε δεν σημαίνει, δεν το συναντάει κανείς και σε κανένα πράγμα, παρά μόνο το χρησιμοποιεί ο νους για να κάνει την κατηγόρηση. Ποιος νους; Ο νους που σκέπτεται κάτι για κάτι, ο νους που μπορεί και να σφάλει στην κατηγόρηση, και όχι βέβαια ο νους που συλλαμβάνει δια μιας τις ουσίες και που είναι πάντα αληθινός. Γι’ αυτό και λέει ξανά (16a9-11): όπως στην ψυχή άλλοτε υπάρχει ένα νόημα χωρίς να είναι αληθές ή ψευδές και άλλοτε πάλι υπάρχει ένα νόημα που είναι ανάγκη να συμβαίνει το ένα ή το άλλο, έτσι και με τη φωνή (την ομιλία), αυτό που έχει πει άλλωστε και στο Περί Ψυχής: «Αλλά ο νους είναι αληθής όχι πάντοτε, αλλά όταν σκέπτεται αυτό που είναι, σύμφωνα με αυτό που ήταν να είναι, και όχι όταν σκέπτεται κάτι για κάτι άλλο. Όπως η όραση δεν σφάλει ποτέ πάνω στο δικό της (ίδιον) αισθητό: αυτό είναι άσπρο, αν και μπορεί να σφάλλει στην κατηγόρηση: αυτό το άσπρο είναι άνθρωπος, το ίδιο ισχύει για ό,τι είναι δίχως ύλη», (Περί Ψυχής 430b27-30) . Άλλη μια απορία: Τι είναι δίχως ύλη; Τα φαντάσματα: τα ενεργήματα της φαντασίας, τα προϊόντα της, οι εικόνες, οι παραστάσεις της φαντασίας στο νου, «τα γαρ φαντάσματα ώσπερ αισθήματα εστί, πλην άνευ ύλης», και συνεχίζει βέβαια ο Αριστοτέλης, ρωτώντας πλέον τον εαυτό του: «Τι θα ξεχωρίσει τα πρώτα νοήματα από το να μην είναι φαντάσματα; Ή δεν είναι φαντάσματα, αλλά ούτε και μπορούν να είναι δίχως φαντάσματα;», (Περί Ψυχής). Αλλά ας επιστρέψουμε ξανά στα ονόματα και τα ρήματα

Το να πει κάποιος ξεχωριστά κι από μόνη της την μετοχή “όν”, αυτό το βεβαρημένο και πολυσυζητημένο από την αρχαία Ελλάδα μέχρι σήμερα όνομα [12], αν και προσημαίνει κάτι, αν κι έχει προσηλώσει ήδη την διάνοιά του, αν και συγκεντρώνεται για να πει κάτι, τίποτε δεν έχει πει ακόμη ως λόγο και ως σύνθεση νοημάτων, ενώ ο ακροατής ηρεμεί περιμένοντας να ακούσει αυτό το λόγο.                                                                            Αθήνα 14/05/06


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] ατ μν ον καθ’ ατ λεγόμενα τ ήματα νόματά στι κα σημαίνει τι, —στησι γρ λέγων τν διάνοιαν, κα κούσας ρέμησεν,— λλ’ ε στιν μή οπω σημαίνει· ο γρ τ εναι μ εναι σημεόν στι το πράγματος, οδ’ ἐὰν τ ν επς ψιλόν. ατ μν γρ οδέν στιν, προσσημαίνει δ σύνθεσίν τινα, ν νευ τν συγκειμένων οκ στι νοσαι.
[2] Tίθεμαι όνομα: δίδω όνομα, ορίζω ως όνομα, ονομάζω κατά συνθήκη, συμφωνώ κατά συνθήκη, καθώς και: κείμενα ονόματα, συν-κείμενα, θέσθαι . Ακόμη: «Πρώτα πρέπει να θέσουμε τι (είναι) όνομα και τι ρήμα, έπειτα τι είναι άρνηση, κατάφαση, απόφανση και λόγος.», (16a1-2).
[3] «Φαίνεται και τα πάθη της ψυχής υπάρχουν πάντα σε ένα σώμα, θάρρος, πραότητα, φόβος, έλεος, τόλμη, ακόμη κι η χαρά, η φιλία, το μίσος˙ αφού όταν εκδηλώνονται παθαίνει κάτι το σώμα», (Περί Ψυχής 403a16-18). Αλλά τα πάθη είναι μόνον αυτά που θα αποκαλούσαμε σήμερα συναισθήματα;
[4] «Γιατί η φαντασία είναι πάθος εφ’ ημίν (που προέρχεται από μας), όταν θέλουμε να φέρουμε κάτι μπροστά στα μάτια μας όπως οι μνημονικοί και οι ειδωλοποιοί», (Περί Ψυχής 427b18-20).
[5] «Φαίνεται όμως η νόηση να είναι ίδιον της ψυχής, αλλά ακόμη κι αν είναι κάποιο είδος φαντασίας ή δεν γίνεται χωρίς φαντασία, δεν θα ήταν δυνατό να υπάρχει χωρίς σώμα», (Περί Ψυχής 403a8-12).
[6] Βέβαια το ότι η φαντασία είναι πάθος δεν σημαίνει απαραίτητα ότι είναι πάθος και η νόηση. Η νόηση είναι έργο, με την έννοια ότι είναι δύναμις. Εκεί που αναφέρει τις δυνάμεις στο Περί Ψυχής συγκαταλέγει τη νόηση αλλά όχι και τη φαντασία. Από την άλλη πάλι μεριά, εάν η φαντασία με την οποία λέμε πως δημιουργείται μέσα μας κάποια εικόνα και δεν μιλάμε μεταφορικά, τότε η φαντασία είναι μια δύναμη (ικανότητα) ή έξη με τις οποίες κρίνουμε και αληθεύουμε ή ψευδόμεθα, (Περί Ψυχής 428a1-4).
[7] Προσημαίνει ακόμη το ειμί και το χρόνο, αφού πρόκειται για ρήμα και ένα από αυτά που διακρίνουν το ρήμα απ’ το όνομα είναι και ο χρόνος, ειμί τώρα και όχι χτες ή αύριο, αλλά εδώ το παίρνει ως όνομα, άνευ χρόνου.
[8] Για παράδειγμα: στο Κάλλιππος, το ίππος δεν σημαίνει τίποτε καθαυτό, (16a21-22), οδ γρ ν τ μς τ υς σημαντικόν, (16b31). Και το ίππος και το υς=χοίρος, και το ει=εάν, ως υποθετικός σύνδεσμος σημαίνουν κάτι, αλλά έχουν χάσει το νόημά τους μέσα στη λέξη.  Ακόμη, συλλαβές και σύνδεσμοι και άρθρα είναι φωναί άσημαι, (Περί Ποιητικής 1456 b34-35, 1456b38, 1457a6).
[9] Στον ορισμό του ονόματος στο Περί Ποιητικής (1457a10-11) αναφέρει ότι το όνομα είναι φωνή συνθετή, εννοώντας πως αποτελείται από στοιχεία και συλλαβές. Όμως εδώ, θα παραλείψει τον όρο συνθετή γιατί δεν θέλει να παρ-ερμηνευτεί ο όρος, η λέξη, το όνομα: σύνθεση, που θα χρησιμοποιήσει με λογική σημασία, ως σύνθεση νοημάτων, ως αλήθεια και ψέμα, και όχι με γραμματική σημασία, ως σύνθεση στοιχείων και συλλαβών. Ακόμη, ...και το ψεύδος και το αληθές σύνθεσις τις νοημάτων ώσπερ εν όντων, το γαρ ψεύδος εν συνθέσει αεί,ενδέχεται δε και διαίρεσιν φάναι πάντα, (Περί Ψυχής 430a26-b6).
[10] συμπλοκή γαρ νοημάτων εστί το αληθές ή ψεύδος, (Περί Ψυχής 432a11).
[11] Αφού όπως έχει ήδη πει ακόμη και η φωνή έχει σημασία: «γιατί η φωνή είναι ήχος που έχει κάποια σημασία, δεν είναι ήχος του αέρα που αναπνέουμε, όπως ο βήχας» (Περί Ψυχής 420b 32-33), αλλά εκεί αναφέρεται και σε κάποια ζώα, ενώ εδώ μιλά για τον παραγόμενο από το ανθρώπινο στόμα ήχο, για τις λέξεις.
[12] Όνομα εξάλλου, γιατί είναι ονοματικός τύπος του ρήματος, λέγεται δε μετοχή , γιατί μετέχει στα παρεπόμενα και του ονόματος και του ρήματος. Μετοχή: τρικατάληκτο ρηματικό επίθετο, σχηματίζεται από το θέμα του ρήματος και φανερώνει διάθεση και χρόνο.