"Why Write?", μετάφραση από το "The Red Notebook" του Paul Auster, πρώτη δημοσίευση, «Οδός Πανός», Νο 108, Απρίλιος-Ιούνιος 2000
1.
Μια Γερμανίδα φίλη αφηγείται τα περιστατικά που συνέβησαν πριν γεννήσει τις δύο της κόρες.
Πριν δεκαεννιά χρόνια, σε προχωρημένη εγκυμοσύνη και ήδη μερικές εβδομάδες πριν το τέλος, η Α. κάθισε στον καναπέ του καθιστικού της και άνοιξε την τηλεόραση. Όπως το έφερε η τύχη, έπεφταν οι τίτλοι από μία ταινία που μόλις ξεκινούσε στην οθόνη. Ήταν “Η ιστορία μιας Μοναχής”, ένα χολιγουντιανό δράμα του ’50 με πρωταγωνίστρια την Audrey Hepburn. Ευτυχής για την σύμπτωση, η Α. άρχισε να παρακολουθεί την ταινία, κι αμέσως απορροφήθηκε. Στη μέση περίπου, την έπιασαν οι πόνοι. Ο σύζυγός της την οδήγησε στο νοσοκομείο, και δεν έμαθε ποτέ πώς τέλειωνε η ταινία.
Τρία χρόνια αργότερα, έγκυος στο δεύτερο παιδί της, η Α. κάθισε στον καναπέ και άνοιξε ακόμη μια φορά την τηλεόραση. Έπαιζε ξανά την ταινία “Η ιστορία μιας Μοναχής” με την Audrey Hepburn. Πιο αξιοσημείωτο (και η Α. έδινε μεγάλη έμφαση σ’ αυτό το σημείο) ήταν ότι είχε βρει την ταινία ακριβώς στο ίδιο σημείο που την είχε αφήσει τρία χρόνια νωρίτερα. Αυτή τη φορά ήταν αποφασισμένη να την παρακολουθήσει μέχρι το τέλος. Σε λιγότερο από δεκαπέντε λεπτά, έσπασαν τα νερά, και πήγε στο νοσοκομείο, να γεννήσει για δεύτερη φορά.
Αυτές οι δυο κόρες είναι τα μόνα παιδιά της Α.. Η πρώτη γέννα ήταν υπερβολικά δύσκολη (η φίλη μου δεν τα κατάφερε καλά και ήταν άρρωστη πολλούς μήνες μετά), αλλά ο δεύτερος τοκετός ήρθε ομαλά, δίχως επιπλοκές.
2.
Πριν πέντε χρόνια, πέρασα το καλοκαίρι με τη γυναίκα και τα παιδιά μου στο Vermont, νοικιάζοντας μια παλιά, απομονωμένη αγροικία στην κορυφή ενός βουνού. Μια μέρα, μία γυναίκα από την πλησιέστερη πόλη πέρασε να μας επισκεφτεί με τα δύο της παιδιά, το κορίτσι τεσσάρων χρόνων και το αγόρι δεκαοχτώ μηνών. Η κόρη μου η Sophie μόλις είχε κλείσει τα τρία, και διασκέδαζαν με το κορίτσι παίζοντας η μία με την άλλη. Η γυναίκα μου κι εγώ καθίσαμε στην κουζίνα με τη φιλοξενούμενή μας, και τα παιδιά πήγαν να παίξουν.
Πέντε λεπτά αργότερα ακούστηκε ένας δυνατός θόρυβος. Το μικρό αγόρι περιφερόταν στο μπροστινό χολ στην άλλη άκρη του σπιτιού, και όπως η γυναίκα μου είχε τοποθετήσει ένα βάζο με λουλούδια σ’ αυτό το χολ μόλις δύο ώρες νωρίτερα, δεν δυσκολεύτηκα να μαντέψω τι είχε συμβεί. Και δεν χρειαζόταν καν να δω για να καταλάβω πως το πάτωμα ήταν σκεπασμένο με σπασμένα γυαλιά και λιμνούλες νερού - κοτσάνια και πέταλα από μια δωδεκάδα σκορπισμένα λουλούδια.
Ενοχλήθηκα. Διαβολόπαιδα, είπα μέσα μου. Διαβολεμένοι άνθρωποι, με τα διαβολεμένα αδέξια παιδιά τους. Ποιός τους έδωσε το δικαίωμα να επισκέπτονται δίχως να ειδοποιούν;
Είπα στη γυναίκα μου πως θα τακτοποιούσα, κι έτσι ενώ εκείνη και η επισκέπτριά μας συνέχιζαν την κουβέντα τους, πήρα σκούπα, φαράσι, και μερικά πετσετόπανα και κατευθύνθηκα προς το μπροστινό μέρος του σπιτιού.
Η γυναίκα μου είχε βάλει τα λουλούδια σ’ ένα ξύλινο κιβώτιο που ήταν τοποθετημένο ακριβώς κάτω απ’ το κιγκλίδωμα της σκάλας. Αυτές οι σκάλες ήταν ιδιαίτερα απότομες και στενές, και, ούτε ένα μέτρο απ’ το κάτω σκαλί, υπήρχε ένα μεγάλο παράθυρο. Αναφέρομαι σ’ αυτή την τοπογραφική ιδιομορφία γιατί είναι σημαντική. Το πού βρισκόταν το κάθε τι έχει μεγάλη σημασία για το τί ακολούθησε.
Μισοτέλειωνα με το καθάρισμα, όταν η κόρη μου εκτοξεύτηκε απ’ το δωμάτιό της προς το κεφαλόσκαλο του δεύτερου πατώματος. Ήμουν αρκετά κοντά στην αρχή της σκάλας για να την πάρει το μάτι μου (ένα ή δύο βήματα πίσω και θα ήταν έξω απ’ το οπτικό μου πεδίο), και σ’ αυτή την ελάχιστη στιγμή είδα πως είχε εκείνη την ολότελα ευτυχισμένη έκφραση στο πρόσωπό της που γέμιζε τη μέση μου ηλικία με ακατάσχετη χαρά. Κι ακόμη, μία στιγμή αργότερα, πριν προφτάσω να πω τίποτε, σκόνταψε. Η μύτη του λαστιχένιου παπουτσιού της είχε πιαστεί στο κεφαλόσκαλο, και έτσι, δίχως φωνές ή προειδοποίηση διέσχιζε τον αέρα. Δεν θέλω να υπαινιχθώ ότι έπεφτε ή κατρακυλούσε ή αναπηδούσε στα σκαλιά. Θέλω να πω πως πετούσε. Το παραπάτημα κυριολεκτικά την εκτόξευσε, και απ’ την τροχιά της πτήσης της μπορούσα να δω πως κατευθυνόταν προς το παράθυρο.
Τί έκανα; Δεν ξέρω τι. Βρισκόμουν απ’ την άλλη μεριά του κάγκελου όταν είδα το ταξίδι της, αλλά τη στιγμή που ήταν στη μέση της απόστασης μεταξύ πλατύσκαλου και παραθύρου, εγώ στεκόμουν στο τελευταίο σκαλί της σκάλας. Πώς έφτασα εκεί; Δεν ήταν τίποτε περισσότερο από μερικά βήματα, αλλά μου φαίνεται απίθανο να κάλυψα αυτή την απόσταση μέσα σ’ εκείνο τον ελάχιστο χρόνο - που είναι έξω απ’ το χρόνο. Κι όμως, ήμουν εκεί, και τη στιγμή που έφτασα σήκωσα τα μάτια, άνοιξα τα χέρια και την έπιασα.
3.
Ήμουν στα δεκατέσσερα. Για τρίτο στη σειρά χρόνο οι γονείς μου με έστειλαν σε μια καλοκαιρινή κατασκήνωση στην Πολιτεία της Νέας Υόρκης. Ξόδευα το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου μου παίζοντας μπάσκετ και μπέιζμπολ, αλλά καθώς ήταν μικτή η κατασκήνωση, υπήρχαν επίσης κι άλλες δραστηριότητες, κοινωνικά απογεύματα, η πρώτη αδέξια έλξη για τα κορίτσια, λαχανιασμένες επιδρομές, οι συνηθισμένες εφηβικές αταξίες. Θυμάμαι επίσης πως κάπνιζα κάτι φτηνά τσιγάρα στα κρυφά, τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα και τις ατέλειωτες μάχες με μπαλόνια γεμάτα νερό.
Απ’ αυτά τίποτε το σημαντικό. Ήθελα απλά να σημειώσω το πόσο τρωτή μπορεί να είναι η ηλικία των δεκατεσσάρων. Ούτε παιδί, ούτε έφηβος ακόμη, αναπηδάς πίσω και μπρος ανάμεσα στο ποιός ήσουν και στο ποιός είσαι έτοιμος να γίνεις. Στη δική μου περίπτωση, ήμουν ακόμη αρκετά μικρός για να σκέφτομαι πως είχα το νόμιμο δικαίωμα να παίζω με τους μεγαλύτερους, αλλά και αρκετά μεγάλος ώστε ν’ αναρωτιέμαι για την ύπαρξη του Θεού. Είχα διαβάσει το Κομμουνιστικό Μανιφέστο κι όμως διασκέδαζα ακόμη παρακολουθώντας τα πρωινά του Σαββάτου κινούμενα σχέδια. Κάθε φορά που έβλεπα το πρόσωπό μου στον καθρέφτη, νόμιζα πως κοιτούσα κάποιον άλλον.
Υπήρχαν δεκάξι ή δεκαοχτώ αγόρια στην δική μου ομάδα. Οι περισσότεροι από μας ήμαστε μαζί κάμποσα χρόνια, αλλά ένα ζευγάρι νεοφερμένων συνδέθηκαν μαζί μας εκείνο το καλοκαίρι. Τον έναν τον έλεγαν Ralph. Ήταν ένα ήσυχο παιδί χωρίς ιδιαίτερο ενθουσιασμό για κόλπα με τις μπάλες του μπάσκετ ή για χτυπήματα στον αμυντικό, κι ενώ κανένας δεν του δυσκόλευε τη ζωή, είχε πρόβλημα να ενσωματωθεί. Είχε αποτύχει σε δύο τρία μαθήματα εκείνο το χρόνο και τις περισσότερες απ’ τις ελεύθερες στιγμές του τις πέρναγε κάνοντας ιδιαίτερα με έναν από τους επόπτες. Ήταν κάπως θλιβερό και τον λυπήθηκα - αλλά όχι και τόσο πολύ ώστε να χάσω τον ύπνο μου.
Οι επόπτες μας ήταν όλοι Νεοϋορκέζοι φοιτητές κολεγίου απ’ το Brooklyn και το Queens. Εξυπνάκηδες και σκληροί μπασκετμπολίστες, μελλοντικοί οδοντίατροι, λογιστές, και δάσκαλοι, παιδιά της πόλης μέχρι το κόκαλο. Όπως οι περισσότεροι αληθινοί Νεοϋορκέζοι επέμεναν ν’ αποκαλούν το έδαφος “πάτωμα”, ακόμη κι όταν κάτω απ’ τα πόδια τους ήταν μόνο γρασίδι, χαλίκια και βρωμιές. Οι παγίδες της παραδοσιακής καλοκαιρινής ζωής στην κατασκήνωση ήταν τόσο ξένες γι’ αυτούς όσο το Ινστιτούτο Οδικών Μεταφορών για έναν αγρότη της Αιόβας. Μονόξυλα, σχοινάκια, αναβάσεις στα βουνά, στήσιμο σκηνών, τραγούδια γύρω απ’ τη φωτιά, ήταν δύσκολο να τα βρεις στον κατάλογο των ενδιαφερόντων τους. Μπορούσαν να μας υποδείξουν τα καλύτερα σημεία για να βάλουμε τις αξίνες ή να τσακωθούν για τις όποιες αντιδράσεις, ειδάλλως τριγυρνούσαν άσκοπα και έλεγαν αστεία.
Φανταστείτε την έκπληξή μας ένα απόγευμα, όταν ο επόπτης μας ανακοίνωσε ότι θα κάναμε μία πορεία στο δάσος. Είχε κυριευτεί από μια έμπνευση και δεν ήταν διατεθειμένος να επιτρέψει σ’ οποιονδήποτε να πει κουβέντα γι’ αυτό. Αρκετό μπάσκετ είπε. Ήμαστε κυκλωμένοι από τη φύση, και ήταν καιρός να επωφεληθούμε από αυτό κι αρχίσαμε να παριστάνουμε τους πραγματικούς κατασκηνωτές - ή να λέμε διάφορα σχετικά. Έτσι, μετά την ανάπαυση που ακολούθησε το γεύμα, ολόκληρη η ομάδα των δεκαεξάχρονων ή δεκαεφτάχρονων αγοριών μαζί με τους δύο ή τρεις επόπτες ξεκίνησαν προς το δάσος.
Ήταν όψιμος Ιούλιος του 1961. Όλοι ήταν σε εύθυμη διάθεση, θυμάμαι, και στη μισή περίπου ώρα πεζοπορίας οι περισσότεροι συμφωνούσαν ότι η έξοδος αυτή ήταν καλή ιδέα. Κανένας μας δεν είχε βεβαίως πυξίδα ή την παραμικρή ένδειξη για το πού πηγαίναμε, αλλά διασκεδάζαμε, κι αν μας συνέβαινε να χαθούμε πού θα ήταν το πρόβλημα; Αργά ή γρήγορα θα βρίσκαμε τον δρόμο της επιστροφής.
Άρχισε τότε να βρέχει. Στην αρχή μόλις που έγινε αντιληπτό, μερικές ψιλές σταγόνες έπεφταν ανάμεσα στα φύλλα και τα κλαδιά, τίποτε το ανησυχητικό. Περπατούσαμε, απρόθυμοι ν’ αφήσουμε το λίγο νερό να καταστρέψει το κέφι μας, αλλά μερικά λεπτά αργότερα άρχισε να βρέχει για τα καλά. Μουσκέψαμε όλοι και οι επόπτες αποφάσισαν πως έπρεπε να κάνουμε μεταβολή και να γυρίσουμε πίσω. Το μόνο πρόβλημα ήταν ότι κανένας δεν ήξερε προς τα πού έπεφτε η κατασκήνωση. Το δάσος ήταν συμπαγές, πυκνό με συστάδες δέντρων και διάστικτους αγκαθωτούς θάμνους, κι εμείς είχαμε πάρει τυχαία το δρόμο μέχρι εκεί, κάνοντας απότομες αλλαγές κατεύθυνσης για να προχωρούμε. Για να προστεθεί στη σύγχυση, η δυσκολία να δούμε. Το δάσος ήταν από την αρχή σκοτεινό, αλλά με την βροχή να πέφτει και τον ουρανό να γίνεται μαύρος, έμοιαζε περισσότερο νύχτα, παρά τρεις ή τέσσερις το απόγευμα.
Έπειτα ακούστηκε μια βροντή. Και μετά τον κεραυνό φάνηκε η αστραπή. Η καταιγίδα ήταν ακριβώς από πάνω μας, και συνέβη να είναι η τελευταία του καλοκαιριού. Δεν είχα ξαναδεί καιρό σαν κι αυτόν ούτε πριν ούτε μετά από τότε. Η βροχή έπεφτε πάνω μας τόσο ραγδαία που πονούσε πραγματικά. και κάθε που έπεφτε κεραυνός μπορούσες να αισθανθείς το θόρυβο να πάλλεται μέσα στο σώμα σου. Αμέσως μετά, οι αστραπές ήρθαν και χόρευαν γύρω μας σαν δόρατα μυτερά. Ήταν σα να είχαν αναπτυχθεί όπλα πίσω απ’ τον ισχνό αέρα: μια ξαφνική αναλαμπή μετέτρεπε τα πάντα σ’ ένα φωτεινό άυλο άσπρο. Χτυπιόταν τα δέντρα, και τα κλαδιά απανθρακώνονταν. Έπειτα για μια στιγμή σκοτείνιαζε ξανά, ένας ακόμη κρότος ξέσπαγε στον ουρανό, και η αστραπή επέστρεφε σ’ ένα διαφορετικό σημείο.
Στην αρχή, οι αστραπές ήταν αυτές που μας τρόμαξαν. Θα ήταν ανοησία να μη φοβηθούμε, και στον πανικό μας προσπαθούσαμε να ξεφύγουμε μακριά απ’ αυτές. Αλλά η καταιγίδα ήταν τόσο δυνατή, και όπου κι αν πηγαίναμε πέφταμε πάνω σε περσότερες αστραπές. Ήταν μια άτακτη φυγή, ένα απερίσκεπτο γρήγορο τρέξιμο σε κύκλους. Έπειτα, ξαφνικά, κάποιος αναγνώρισε ένα ξέφωτο στο δάσος.
Μια σύντομη φιλονικία ξέσπασε, για το αν ήταν ασφαλέστερο μ’ αυτόν τον καιρό να κατευθυνθούμε προς το άνοιγμα ή να συνεχίσουμε να στεκόμαστε κάτω απ’ τα δέντρα. Μια πειστική φωνή για το άνοιγμα κέρδισε και όλοι τρέξαμε προς το ξέφωτο.
Επρόκειτο για ένα μικρό λιβάδι, πιθανώς ένα βοσκότοπο που ανήκε σε κάποιο αγρόκτημα της περιοχής, και για να φτάσουμε ως εκεί έπρεπε να συρθούμε κάτω απ’ το αγκαθωτό πλέγμα του φράχτη. Ένας ένας, πέσαμε κάτω με την κοιλιά, και συρθήκαμε πόντο πόντο μέσα απ’ το πέρασμα. Ήμουν στη μέση της σειράς, ακριβώς πίσω απ’ τον Ralph. Τη στιγμή που αυτός περνούσε κάτω από το αγκαθωτό πλέγμα, ήρθε ακόμη μια λάμψη, εγώ ήμουν δύο ή τρία βήματα μακριά, αλλά επειδή η βροχή χτυπούσε τα βλέφαρά μου, δυσκολεύτηκα να υποθέσω τι συνέβη. Ήξερα όλο κι όλο ότι ο Ralph είχε σταματήσει να κινείται. Φαντάστηκα ότι θα ζαλίστηκε, έτσι σύρθηκα πίσω του, κάτω απ’ το συρματόπλεγμα. Μόλις βρέθηκα απ’ την άλλη μεριά τον έπιασα καλά απ’ το μπράτσο και τον έσυρα με κόπο από κάτω.
Δεν ξέρω πόσο μείναμε σ’ εκείνο το χωράφι. Μια ώρα, θα μπορούσα να υποθέσω, κι ολόκληρο το διάστημα που βρισκόμασταν εκεί, η βροχή, οι κεραυνοί και οι αστραπές συνέχιζαν να πέφτουν με θόρυβο πάνω μας. Ήταν μια καταιγίδα βγαλμένη απ’ τις σελίδες της Βίβλου, και συνέχιζε και συνέχιζε σα να μην επρόκειτο να σταματήσει ποτέ.
Δύο ή τρία αγόρια είχαν χτυπηθεί από κάτι - ίσως από τους κεραυνούς, ίσως απ’ τις δονήσεις που ακολουθούσαν τους κεραυνούς όπως χτύπαγαν το έδαφος γύρω τους - και το λιβάδι άρχισε να γεμίζει με τα βογγητά τους. Άλλα παιδιά έκλαιγαν και προσεύχονταν. Κι άλλοι, ακόμα τρομαγμένοι απ’ τις ίδιες τους τις φωνές, προσπαθούσαν να δώσουν λογικές συμβουλές. Ξεφορτωθείτε κάθε τι το μεταλλικό έλεγαν, το μέταλλο τραβά τους κεραυνούς. Βγάλαμε όλοι τις ζώνες και τις πετάξαμε μακριά.
Δεν θυμάμαι να έλεγα τίποτα. Δεν θυμάμαι να έκλαιγα. Ένα άλλο αγόρι κι εγώ αναλάβαμε να φροντίσουμε τον Ralph. Ήταν ακόμη αναίσθητος. Του τρίψαμε χέρια και μπράτσα, του τραβήξαμε έξω τη γλώσσα ώστε να μην την καταπιεί, του είπαμε να την κρατήσει κρεμασμένη εκεί. Μετά από λίγο το δέρμα του άρχισε να παίρνει ένα ελαφρύ γαλαζωπό χρώμα. Το σώμα του μου φαινόταν πιο κρύο στο άγγιγμα, αλλά παρά την καταφανή ένδειξη, ούτε για μια στιγμή δεν μου πέρασε απ’ το μυαλό πως δεν επρόκειτο να συνέλθει. Ήμουν μόνο δεκατέσσερα, και σε τελευταία ανάλυση τι ήξερα; Δεν είχα ξαναδεί πεθαμένο.
Ήταν το συρματόπλεγμα που το έκανε, υποθέτω. Τα άλλα παιδιά που χτυπήθηκαν απ’ τους κεραυνούς είχαν παραλύσει, αισθάνονταν πόνο στα μέλη τους για μια ώρα περίπου, και μετά συνήλθαν. Αλλά ο Ralph είχε μείνει κάτω απ’ το φράχτη όταν τον χτύπησε ο κεραυνός, και είχε πεθάνει ακαριαία από ηλεκτροπληξία.
Αργότερα, όταν μου είπαν πως ήταν νεκρός, έμαθα πως είχε ένα κάψιμο οκτώ ίντσες κατά μήκος στην πλάτη του. Θυμάμαι που προσπαθούσα να κατανοήσω αυτά τα νέα κι έλεγα στον εαυτό μου πως δεν θα αισθανόμουν ποτέ ξανά τη ζωή με τον ίδιο τρόπο. Αρκετά παράξενο, δεν είχα σκεφτεί ακόμη το πώς είχα περάσει ακριβώς δίπλα του, όταν συνέβη. Δεν μου πέρασε απ’ το μυαλό, πως ένα ή δύο δευτερόλεπτα αν αργούσα και θα ήμουν εγώ. Τι σκεφτόμουν όταν του κρατούσα τη γλώσσα κοιτάζοντας μέσα απ’ τα δόντια του. Στο στόμα του είχε αποτυπωθεί ένας ελαφρύς μορφασμός, και από τα μισάνοιχτα χείλη του, πέρασα ώρα κοιτάζοντας μέσα απ’ τις άκριες των δοντιών του. Τριάντα τέσσερα χρόνια αργότερα, κι ακόμη τις θυμάμαι. Και τα μισόκλειστα, μισάνοιχτα μάτια του. Τα θυμάμαι κι αυτά.
4.
Όχι πολλά χρόνια πριν, έλαβα ένα γράμμα από μία γυναίκα που ζει στις Βρυξέλλες. Σε αυτό μου διηγιόταν την ιστορία ενός φίλου της, ενός άντρα που γνώριζε απ’ τα παιδικά της χρόνια.
Το 1940, ο άντρας αυτός κατατάχτηκε στον Βελγικό Στρατό. Όταν η χώρα έπεσε στα χέρια των Γερμανών αργότερα εκείνο το χρόνο, είχε συλληφθεί και ριχθεί σε ένα στρατόπεδο αιχμαλώτων πολέμου. Παρέμεινε εκεί μέχρι που τέλειωσε ο πόλεμος το 1945.
Στους φυλακισμένους επιτρεπόταν να αλληλογραφούν με τους εργαζόμενους στον Ερυθρό Σταυρό πίσω στο Βέλγιο. Του είχε τυχαία ανατεθεί για αλληλογραφία - μια νοσοκόμος του Ερυθρού Σταυρού από τις Βρυξέλες - και για τα επόμενα πέντε χρόνια αντάλλασσαν γράμματα μ’ αυτή τη γυναίκα κάθε μήνα. Με το πέρασμα του χρόνου έγιναν φίλοι πιστοί. Και το κυριότερο (δεν είμαι επακριβώς σίγουρος για το πόσο καιρό πήρε αυτό), κατάλαβαν πως κάτι περσότερο από φιλία είχε αναπτυχθεί μεταξύ τους. Η αλληλογραφία συνεχίστηκε, μεγαλώνοντας ακόμη την οικειότητα με κάθε ανταλλαγή, και τέλος ομολόγησαν την αγάπη τους ο ένας στον άλλο. Ήταν κάτι τέτοιο πιθανό; Δεν είχαν ειδωθεί ποτέ, δεν είχαν κάνει ούτε για λίγο ο ένας παρέα του άλλου.
Μετά το τέλος του πολέμου, ο άντρας βγήκε από τη φυλακή και επέστρεψε στις Βρυξέλλες. Συνάντησε τη νοσοκόμα, τον συνάντησε και κείνη, και ποτέ δεν απογοητεύτηκαν. Μικρό χρονικό διάστημα αργότερα παντρεύτηκαν.
Τα χρόνια περνούσαν. Απέκτησαν παιδιά, μεγάλωσαν, ο κόσμος είχε γίνει ελάχιστα διαφορετικός. Ο γιός τους τέλειωσε τις σπουδές του στο Βέλγιο και έφυγε για να κάνει την μεταπτυχιακή του εργασία στη Γερμανία. Εκεί στο πανεπιστήμιο, ερωτεύτηκε μια νεαρή Γερμανίδα. Έγραψε στους γονείς του και τους ανακοίνωσε πως θα παντρευτεί.
Οι γονείς κι από τις δύο πλευρές δεν μπορούσαν να ναι πιο ευτυχισμένοι για τα παιδιά τους. Οι δύο οικογένειες κανόνισαν να βρεθούν και την καθορισμένη μέρα η οικογένεια των Γερμανών εμφανίστηκε στο σπίτι της οικογένειας των Βέλγων στις Βρυξέλλες. Καθώς ο Γερμανός πατέρας έμπαινε στο σαλόνι και ο Βέλγος πατέρας σηκωνόταν να τον καλωσορίσει, οι δύο άντρες κοιτάχτηκαν στα μάτια κι αναγνώρισαν ο ένας τον άλλο. Είχαν περάσει πολλά χρόνια αλλά κανένας απ’ τους δυο δεν είχε καμιά αμφιβολία για το ποιός ήταν ο άλλος. Κάποιο διάστημα στη ζωή τους, έβλεπε καθημερινά ο ένας τον άλλον. Ο Γερμανός πατέρας ήταν ένας απ’ τους φύλακες στο στρατόπεδο των αιχμαλώτων, όπου ο Βέλγος πατέρας είχε περάσει στον τον πόλεμο.
Όπως βιάστηκε να προσθέσει, η γυναίκα που μου έγραφε το γράμμα, δεν προηγήθηκε καμιά έχθρα μεταξύ τους. Όσο τερατώδης κι αν ήταν η Γερμανική κατοχή, ο Γερμανός πατέρας δεν είχε κάνει τίποτα στη διάρκεια αυτών των πέντε χρόνων για να στραφεί ο Βέλγος πατέρας εναντίον του.
Αν είναι έτσι και είναι πιθανό, αυτοί οι δύο άντρες είναι τώρα οι καλύτεροι φίλοι. Η μεγαλύτερη ευχαρίστηση στη ζωή και των δύο είναι τα εγγόνια που έχουν από κοινού.
5.
Ήμουν οχτώ χρονών. Σε κείνη τη στιγμή της ζωής μου, τίποτε δεν ήταν πιο σημαντικό για μένα απ’ το μπέιζμπολ. Η ομάδα μου ήταν οι New York Giants, και παρακολουθούσα τις πράξεις αυτών των αντρών με την αφοσίωση ενός αληθινού πιστού. Ακόμη και τώρα, όταν θυμάμαι εκείνη την ομάδα που πια δεν υπάρχει, να παίζει σε ένα γήπεδο που επίσης δεν υπάρχει, μπορώ να ξετυλίξω τα ονόματα σχεδόν κάθε παίχτη με τη σειρά: Alvin Dark, Whitey Lockman, Don Mueller, Johnny Antonelli, Monte Irvin, Hoyt Wilhelm. Αλλά κανένας δεν ήταν μεγαλύτερος, κανένας πιο τέλειος, κανένας που ν’ άξιζε τη λατρεία περισσότερο απ’ τον Willie Mays, τον πυρακτωμένο, που σε φώναζε γεια σου μικρέ.
Εκείνη την Άνοιξη με είχαν πάρει στον πρώτο μου μεγάλο αγώνα για το πρωτάθλημα. Φίλοι των γονιών μου είχαν εισιτήρια στα θεωρεία του γηπέδου Polo Ground, και μια Απριλιάτικη νύχτα μερικοί από μας πήγαμε να παρακολουθήσουμε τους Giants να παίζουν με τους Milwaukee Braves. Δεν ξέρω ποιός κέρδισε, δεν μπορώ να θυμηθώ την παραμικρή λεπτομέρεια, αλλά θυμάμαι πως μόλις τέλειωσε το παιγνίδι οι γονείς μου και οι φίλοι τους κάθισαν μιλώντας στις θέσεις τους μέχρι που οι άλλοι θεατές έφυγαν. Είχαμε καθυστερήσει τόσο ώστε έπρεπε να διασχίσουμε το γήπεδο του μπέιζμπολ και να βγούμε απ’ την κεντρική έξοδο, που ήταν και η μόνη ανοιχτή. Κι όπως συνέβη, εκείνη η έξοδος ήταν ακριβώς κάτω απ’ τα αποδυτήρια των παιχτών.
Μόλις πλησιάσαμε τον τοίχο, πήρε το μάτι μου τον Willie Mays. Δεν είχα καμιά αμφιβολία σχετικά με το ποιός ήταν. Ήταν ο Willie Mays, που είχε ήδη βγάλει τη στολή και καθόταν εκεί με τα καθημερινά του ρούχα ούτε δέκα βήματα μακριά μου. Κατάφερα να κρατήσω τα πόδια μου που κατευθυνόταν προς το μέρος του, συγκεντρώνοντας κάθε ίχνος κουράγιου, εξαναγκάζοντας το στόμα μου να πει μερικές λέξεις: ”Κύριε Mays”, είπα, ”θα μπορούσα παρακαλώ να έχω ένα αυτόγραφο;”
Πρέπει να ήταν όλο κι όλο εικοσιτεσσάρων χρονών, αλλά δεν μπορούσα να προφέρω το μικρό του όνομα.
Η απόκριση στην ερώτησή μου ήταν απότομη αλλά φιλική. ”Βεβαίως, μικρέ, βεβαίως”, είπε. ”Έχεις ένα μολύβι;”. Ήταν τόσο γεμάτος από ζωή, θυμάμαι, τόσο γεμάτος νεανική ενέργεια, που συνέχιζε να αναπηδά πάνω κάτω όσο μίλαγε.
Δεν είχα μολύβι, έτσι ρώτησα τον πατέρα μου αν μπορούσα να δανειστώ το δικό του. Δεν είχε και κείνος. Ούτε και η μητέρα μου. Ούτε, όπως αποδείχτηκε, και κανένας άλλος απ’ τους μεγάλους.
Ο άφταστος Willie Mays καθόταν εκεί παρακολουθώντας σιωπηλά. Όταν έγινε ξεκάθαρο πως κανένας από μας δεν είχε τίποτε για να γράψεις μ’ αυτό, γύρισε προς τη μεριά μου και σήκωσε τους ώμους. ”Συγνώμη μικρέ”, είπε. ”Αν δεν έχεις μολύβι, δεν μπορώ να σου δώσω αυτόγραφο”. Και στη συνέχεια βγήκε απ’ το γήπεδο μέσα στη νύχτα.
Δεν ήθελα να κλάψω, αλλά δάκρυα άρχισαν να τρέχουν στα μάγουλά μου, και δεν μπορούσα να τα σταματήσω. Ακόμη χειρότερα, έκλαιγα μέσα στο αυτοκίνητο, σ’ όλη την επιστροφή προς το σπίτι. Ναι, είχα συντριβεί από την απογοήτευση, αλλά είχα επίσης πεισμώσει με τον εαυτό μου που δεν μπόρεσε να κρατήσει εκείνα τα δάκρυα. Δεν ήμουν μωρό. Ήμουν οχτώ χρονών, και τα μεγάλα παιδιά δεν επιτρεπόταν να κλαίνε για τέτοια πράγματα. Όχι μόνο δεν είχα το αυτόγραφο του Willie Mays, δεν είχα ούτε κανένα άλλο. Η ζωή με είχε δοκιμάσει, κι απ’ όλες τις απόψεις είχα βρει τον εαυτό μου να υπολείπεται.
Μετά από κείνη τη νύχτα, άρχισα να έχω ένα μολύβι μαζί μου όπου κι αν πήγαινα. Έγινε συνήθειά μου να μη βγαίνω απ’ το σπίτι δίχως να’ χω σιγουρευτεί πως είχα ένα μολύβι στην τσέπη μου. Δεν είναι πως είχα ιδιαίτερα σχέδια γι’ αυτό το μολύβι, αλλά δεν ήθελα να είμαι απροετοίμαστος. Είχα πιαστεί μια φορά με άδεια χέρια και δεν επρόκειτο να επιτρέψω να μου ξανασυμβεί.
Αν όχι τίποτε άλλο, τα χρόνια με δίδαξαν το εξής: Αν έχεις ένα μολύβι στην τσέπη, παρουσιάζεται πάντα μια καλή ευκαιρία να μπεις στον πειρασμό και μια μέρα ν’ αρχίσεις να το χρησιμοποιείς.
Όπως μου αρέσει να λέω στα παιδιά μου, έτσι έγινα συγγραφέας.-
Μια Γερμανίδα φίλη αφηγείται τα περιστατικά που συνέβησαν πριν γεννήσει τις δύο της κόρες.
Πριν δεκαεννιά χρόνια, σε προχωρημένη εγκυμοσύνη και ήδη μερικές εβδομάδες πριν το τέλος, η Α. κάθισε στον καναπέ του καθιστικού της και άνοιξε την τηλεόραση. Όπως το έφερε η τύχη, έπεφταν οι τίτλοι από μία ταινία που μόλις ξεκινούσε στην οθόνη. Ήταν “Η ιστορία μιας Μοναχής”, ένα χολιγουντιανό δράμα του ’50 με πρωταγωνίστρια την Audrey Hepburn. Ευτυχής για την σύμπτωση, η Α. άρχισε να παρακολουθεί την ταινία, κι αμέσως απορροφήθηκε. Στη μέση περίπου, την έπιασαν οι πόνοι. Ο σύζυγός της την οδήγησε στο νοσοκομείο, και δεν έμαθε ποτέ πώς τέλειωνε η ταινία.
Τρία χρόνια αργότερα, έγκυος στο δεύτερο παιδί της, η Α. κάθισε στον καναπέ και άνοιξε ακόμη μια φορά την τηλεόραση. Έπαιζε ξανά την ταινία “Η ιστορία μιας Μοναχής” με την Audrey Hepburn. Πιο αξιοσημείωτο (και η Α. έδινε μεγάλη έμφαση σ’ αυτό το σημείο) ήταν ότι είχε βρει την ταινία ακριβώς στο ίδιο σημείο που την είχε αφήσει τρία χρόνια νωρίτερα. Αυτή τη φορά ήταν αποφασισμένη να την παρακολουθήσει μέχρι το τέλος. Σε λιγότερο από δεκαπέντε λεπτά, έσπασαν τα νερά, και πήγε στο νοσοκομείο, να γεννήσει για δεύτερη φορά.
Αυτές οι δυο κόρες είναι τα μόνα παιδιά της Α.. Η πρώτη γέννα ήταν υπερβολικά δύσκολη (η φίλη μου δεν τα κατάφερε καλά και ήταν άρρωστη πολλούς μήνες μετά), αλλά ο δεύτερος τοκετός ήρθε ομαλά, δίχως επιπλοκές.
2.
Πριν πέντε χρόνια, πέρασα το καλοκαίρι με τη γυναίκα και τα παιδιά μου στο Vermont, νοικιάζοντας μια παλιά, απομονωμένη αγροικία στην κορυφή ενός βουνού. Μια μέρα, μία γυναίκα από την πλησιέστερη πόλη πέρασε να μας επισκεφτεί με τα δύο της παιδιά, το κορίτσι τεσσάρων χρόνων και το αγόρι δεκαοχτώ μηνών. Η κόρη μου η Sophie μόλις είχε κλείσει τα τρία, και διασκέδαζαν με το κορίτσι παίζοντας η μία με την άλλη. Η γυναίκα μου κι εγώ καθίσαμε στην κουζίνα με τη φιλοξενούμενή μας, και τα παιδιά πήγαν να παίξουν.
Πέντε λεπτά αργότερα ακούστηκε ένας δυνατός θόρυβος. Το μικρό αγόρι περιφερόταν στο μπροστινό χολ στην άλλη άκρη του σπιτιού, και όπως η γυναίκα μου είχε τοποθετήσει ένα βάζο με λουλούδια σ’ αυτό το χολ μόλις δύο ώρες νωρίτερα, δεν δυσκολεύτηκα να μαντέψω τι είχε συμβεί. Και δεν χρειαζόταν καν να δω για να καταλάβω πως το πάτωμα ήταν σκεπασμένο με σπασμένα γυαλιά και λιμνούλες νερού - κοτσάνια και πέταλα από μια δωδεκάδα σκορπισμένα λουλούδια.
Ενοχλήθηκα. Διαβολόπαιδα, είπα μέσα μου. Διαβολεμένοι άνθρωποι, με τα διαβολεμένα αδέξια παιδιά τους. Ποιός τους έδωσε το δικαίωμα να επισκέπτονται δίχως να ειδοποιούν;
Είπα στη γυναίκα μου πως θα τακτοποιούσα, κι έτσι ενώ εκείνη και η επισκέπτριά μας συνέχιζαν την κουβέντα τους, πήρα σκούπα, φαράσι, και μερικά πετσετόπανα και κατευθύνθηκα προς το μπροστινό μέρος του σπιτιού.
Η γυναίκα μου είχε βάλει τα λουλούδια σ’ ένα ξύλινο κιβώτιο που ήταν τοποθετημένο ακριβώς κάτω απ’ το κιγκλίδωμα της σκάλας. Αυτές οι σκάλες ήταν ιδιαίτερα απότομες και στενές, και, ούτε ένα μέτρο απ’ το κάτω σκαλί, υπήρχε ένα μεγάλο παράθυρο. Αναφέρομαι σ’ αυτή την τοπογραφική ιδιομορφία γιατί είναι σημαντική. Το πού βρισκόταν το κάθε τι έχει μεγάλη σημασία για το τί ακολούθησε.
Μισοτέλειωνα με το καθάρισμα, όταν η κόρη μου εκτοξεύτηκε απ’ το δωμάτιό της προς το κεφαλόσκαλο του δεύτερου πατώματος. Ήμουν αρκετά κοντά στην αρχή της σκάλας για να την πάρει το μάτι μου (ένα ή δύο βήματα πίσω και θα ήταν έξω απ’ το οπτικό μου πεδίο), και σ’ αυτή την ελάχιστη στιγμή είδα πως είχε εκείνη την ολότελα ευτυχισμένη έκφραση στο πρόσωπό της που γέμιζε τη μέση μου ηλικία με ακατάσχετη χαρά. Κι ακόμη, μία στιγμή αργότερα, πριν προφτάσω να πω τίποτε, σκόνταψε. Η μύτη του λαστιχένιου παπουτσιού της είχε πιαστεί στο κεφαλόσκαλο, και έτσι, δίχως φωνές ή προειδοποίηση διέσχιζε τον αέρα. Δεν θέλω να υπαινιχθώ ότι έπεφτε ή κατρακυλούσε ή αναπηδούσε στα σκαλιά. Θέλω να πω πως πετούσε. Το παραπάτημα κυριολεκτικά την εκτόξευσε, και απ’ την τροχιά της πτήσης της μπορούσα να δω πως κατευθυνόταν προς το παράθυρο.
Τί έκανα; Δεν ξέρω τι. Βρισκόμουν απ’ την άλλη μεριά του κάγκελου όταν είδα το ταξίδι της, αλλά τη στιγμή που ήταν στη μέση της απόστασης μεταξύ πλατύσκαλου και παραθύρου, εγώ στεκόμουν στο τελευταίο σκαλί της σκάλας. Πώς έφτασα εκεί; Δεν ήταν τίποτε περισσότερο από μερικά βήματα, αλλά μου φαίνεται απίθανο να κάλυψα αυτή την απόσταση μέσα σ’ εκείνο τον ελάχιστο χρόνο - που είναι έξω απ’ το χρόνο. Κι όμως, ήμουν εκεί, και τη στιγμή που έφτασα σήκωσα τα μάτια, άνοιξα τα χέρια και την έπιασα.
3.
Ήμουν στα δεκατέσσερα. Για τρίτο στη σειρά χρόνο οι γονείς μου με έστειλαν σε μια καλοκαιρινή κατασκήνωση στην Πολιτεία της Νέας Υόρκης. Ξόδευα το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου μου παίζοντας μπάσκετ και μπέιζμπολ, αλλά καθώς ήταν μικτή η κατασκήνωση, υπήρχαν επίσης κι άλλες δραστηριότητες, κοινωνικά απογεύματα, η πρώτη αδέξια έλξη για τα κορίτσια, λαχανιασμένες επιδρομές, οι συνηθισμένες εφηβικές αταξίες. Θυμάμαι επίσης πως κάπνιζα κάτι φτηνά τσιγάρα στα κρυφά, τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα και τις ατέλειωτες μάχες με μπαλόνια γεμάτα νερό.
Απ’ αυτά τίποτε το σημαντικό. Ήθελα απλά να σημειώσω το πόσο τρωτή μπορεί να είναι η ηλικία των δεκατεσσάρων. Ούτε παιδί, ούτε έφηβος ακόμη, αναπηδάς πίσω και μπρος ανάμεσα στο ποιός ήσουν και στο ποιός είσαι έτοιμος να γίνεις. Στη δική μου περίπτωση, ήμουν ακόμη αρκετά μικρός για να σκέφτομαι πως είχα το νόμιμο δικαίωμα να παίζω με τους μεγαλύτερους, αλλά και αρκετά μεγάλος ώστε ν’ αναρωτιέμαι για την ύπαρξη του Θεού. Είχα διαβάσει το Κομμουνιστικό Μανιφέστο κι όμως διασκέδαζα ακόμη παρακολουθώντας τα πρωινά του Σαββάτου κινούμενα σχέδια. Κάθε φορά που έβλεπα το πρόσωπό μου στον καθρέφτη, νόμιζα πως κοιτούσα κάποιον άλλον.
Υπήρχαν δεκάξι ή δεκαοχτώ αγόρια στην δική μου ομάδα. Οι περισσότεροι από μας ήμαστε μαζί κάμποσα χρόνια, αλλά ένα ζευγάρι νεοφερμένων συνδέθηκαν μαζί μας εκείνο το καλοκαίρι. Τον έναν τον έλεγαν Ralph. Ήταν ένα ήσυχο παιδί χωρίς ιδιαίτερο ενθουσιασμό για κόλπα με τις μπάλες του μπάσκετ ή για χτυπήματα στον αμυντικό, κι ενώ κανένας δεν του δυσκόλευε τη ζωή, είχε πρόβλημα να ενσωματωθεί. Είχε αποτύχει σε δύο τρία μαθήματα εκείνο το χρόνο και τις περισσότερες απ’ τις ελεύθερες στιγμές του τις πέρναγε κάνοντας ιδιαίτερα με έναν από τους επόπτες. Ήταν κάπως θλιβερό και τον λυπήθηκα - αλλά όχι και τόσο πολύ ώστε να χάσω τον ύπνο μου.
Οι επόπτες μας ήταν όλοι Νεοϋορκέζοι φοιτητές κολεγίου απ’ το Brooklyn και το Queens. Εξυπνάκηδες και σκληροί μπασκετμπολίστες, μελλοντικοί οδοντίατροι, λογιστές, και δάσκαλοι, παιδιά της πόλης μέχρι το κόκαλο. Όπως οι περισσότεροι αληθινοί Νεοϋορκέζοι επέμεναν ν’ αποκαλούν το έδαφος “πάτωμα”, ακόμη κι όταν κάτω απ’ τα πόδια τους ήταν μόνο γρασίδι, χαλίκια και βρωμιές. Οι παγίδες της παραδοσιακής καλοκαιρινής ζωής στην κατασκήνωση ήταν τόσο ξένες γι’ αυτούς όσο το Ινστιτούτο Οδικών Μεταφορών για έναν αγρότη της Αιόβας. Μονόξυλα, σχοινάκια, αναβάσεις στα βουνά, στήσιμο σκηνών, τραγούδια γύρω απ’ τη φωτιά, ήταν δύσκολο να τα βρεις στον κατάλογο των ενδιαφερόντων τους. Μπορούσαν να μας υποδείξουν τα καλύτερα σημεία για να βάλουμε τις αξίνες ή να τσακωθούν για τις όποιες αντιδράσεις, ειδάλλως τριγυρνούσαν άσκοπα και έλεγαν αστεία.
Φανταστείτε την έκπληξή μας ένα απόγευμα, όταν ο επόπτης μας ανακοίνωσε ότι θα κάναμε μία πορεία στο δάσος. Είχε κυριευτεί από μια έμπνευση και δεν ήταν διατεθειμένος να επιτρέψει σ’ οποιονδήποτε να πει κουβέντα γι’ αυτό. Αρκετό μπάσκετ είπε. Ήμαστε κυκλωμένοι από τη φύση, και ήταν καιρός να επωφεληθούμε από αυτό κι αρχίσαμε να παριστάνουμε τους πραγματικούς κατασκηνωτές - ή να λέμε διάφορα σχετικά. Έτσι, μετά την ανάπαυση που ακολούθησε το γεύμα, ολόκληρη η ομάδα των δεκαεξάχρονων ή δεκαεφτάχρονων αγοριών μαζί με τους δύο ή τρεις επόπτες ξεκίνησαν προς το δάσος.
Ήταν όψιμος Ιούλιος του 1961. Όλοι ήταν σε εύθυμη διάθεση, θυμάμαι, και στη μισή περίπου ώρα πεζοπορίας οι περισσότεροι συμφωνούσαν ότι η έξοδος αυτή ήταν καλή ιδέα. Κανένας μας δεν είχε βεβαίως πυξίδα ή την παραμικρή ένδειξη για το πού πηγαίναμε, αλλά διασκεδάζαμε, κι αν μας συνέβαινε να χαθούμε πού θα ήταν το πρόβλημα; Αργά ή γρήγορα θα βρίσκαμε τον δρόμο της επιστροφής.
Άρχισε τότε να βρέχει. Στην αρχή μόλις που έγινε αντιληπτό, μερικές ψιλές σταγόνες έπεφταν ανάμεσα στα φύλλα και τα κλαδιά, τίποτε το ανησυχητικό. Περπατούσαμε, απρόθυμοι ν’ αφήσουμε το λίγο νερό να καταστρέψει το κέφι μας, αλλά μερικά λεπτά αργότερα άρχισε να βρέχει για τα καλά. Μουσκέψαμε όλοι και οι επόπτες αποφάσισαν πως έπρεπε να κάνουμε μεταβολή και να γυρίσουμε πίσω. Το μόνο πρόβλημα ήταν ότι κανένας δεν ήξερε προς τα πού έπεφτε η κατασκήνωση. Το δάσος ήταν συμπαγές, πυκνό με συστάδες δέντρων και διάστικτους αγκαθωτούς θάμνους, κι εμείς είχαμε πάρει τυχαία το δρόμο μέχρι εκεί, κάνοντας απότομες αλλαγές κατεύθυνσης για να προχωρούμε. Για να προστεθεί στη σύγχυση, η δυσκολία να δούμε. Το δάσος ήταν από την αρχή σκοτεινό, αλλά με την βροχή να πέφτει και τον ουρανό να γίνεται μαύρος, έμοιαζε περισσότερο νύχτα, παρά τρεις ή τέσσερις το απόγευμα.
Έπειτα ακούστηκε μια βροντή. Και μετά τον κεραυνό φάνηκε η αστραπή. Η καταιγίδα ήταν ακριβώς από πάνω μας, και συνέβη να είναι η τελευταία του καλοκαιριού. Δεν είχα ξαναδεί καιρό σαν κι αυτόν ούτε πριν ούτε μετά από τότε. Η βροχή έπεφτε πάνω μας τόσο ραγδαία που πονούσε πραγματικά. και κάθε που έπεφτε κεραυνός μπορούσες να αισθανθείς το θόρυβο να πάλλεται μέσα στο σώμα σου. Αμέσως μετά, οι αστραπές ήρθαν και χόρευαν γύρω μας σαν δόρατα μυτερά. Ήταν σα να είχαν αναπτυχθεί όπλα πίσω απ’ τον ισχνό αέρα: μια ξαφνική αναλαμπή μετέτρεπε τα πάντα σ’ ένα φωτεινό άυλο άσπρο. Χτυπιόταν τα δέντρα, και τα κλαδιά απανθρακώνονταν. Έπειτα για μια στιγμή σκοτείνιαζε ξανά, ένας ακόμη κρότος ξέσπαγε στον ουρανό, και η αστραπή επέστρεφε σ’ ένα διαφορετικό σημείο.
Στην αρχή, οι αστραπές ήταν αυτές που μας τρόμαξαν. Θα ήταν ανοησία να μη φοβηθούμε, και στον πανικό μας προσπαθούσαμε να ξεφύγουμε μακριά απ’ αυτές. Αλλά η καταιγίδα ήταν τόσο δυνατή, και όπου κι αν πηγαίναμε πέφταμε πάνω σε περσότερες αστραπές. Ήταν μια άτακτη φυγή, ένα απερίσκεπτο γρήγορο τρέξιμο σε κύκλους. Έπειτα, ξαφνικά, κάποιος αναγνώρισε ένα ξέφωτο στο δάσος.
Μια σύντομη φιλονικία ξέσπασε, για το αν ήταν ασφαλέστερο μ’ αυτόν τον καιρό να κατευθυνθούμε προς το άνοιγμα ή να συνεχίσουμε να στεκόμαστε κάτω απ’ τα δέντρα. Μια πειστική φωνή για το άνοιγμα κέρδισε και όλοι τρέξαμε προς το ξέφωτο.
Επρόκειτο για ένα μικρό λιβάδι, πιθανώς ένα βοσκότοπο που ανήκε σε κάποιο αγρόκτημα της περιοχής, και για να φτάσουμε ως εκεί έπρεπε να συρθούμε κάτω απ’ το αγκαθωτό πλέγμα του φράχτη. Ένας ένας, πέσαμε κάτω με την κοιλιά, και συρθήκαμε πόντο πόντο μέσα απ’ το πέρασμα. Ήμουν στη μέση της σειράς, ακριβώς πίσω απ’ τον Ralph. Τη στιγμή που αυτός περνούσε κάτω από το αγκαθωτό πλέγμα, ήρθε ακόμη μια λάμψη, εγώ ήμουν δύο ή τρία βήματα μακριά, αλλά επειδή η βροχή χτυπούσε τα βλέφαρά μου, δυσκολεύτηκα να υποθέσω τι συνέβη. Ήξερα όλο κι όλο ότι ο Ralph είχε σταματήσει να κινείται. Φαντάστηκα ότι θα ζαλίστηκε, έτσι σύρθηκα πίσω του, κάτω απ’ το συρματόπλεγμα. Μόλις βρέθηκα απ’ την άλλη μεριά τον έπιασα καλά απ’ το μπράτσο και τον έσυρα με κόπο από κάτω.
Δεν ξέρω πόσο μείναμε σ’ εκείνο το χωράφι. Μια ώρα, θα μπορούσα να υποθέσω, κι ολόκληρο το διάστημα που βρισκόμασταν εκεί, η βροχή, οι κεραυνοί και οι αστραπές συνέχιζαν να πέφτουν με θόρυβο πάνω μας. Ήταν μια καταιγίδα βγαλμένη απ’ τις σελίδες της Βίβλου, και συνέχιζε και συνέχιζε σα να μην επρόκειτο να σταματήσει ποτέ.
Δύο ή τρία αγόρια είχαν χτυπηθεί από κάτι - ίσως από τους κεραυνούς, ίσως απ’ τις δονήσεις που ακολουθούσαν τους κεραυνούς όπως χτύπαγαν το έδαφος γύρω τους - και το λιβάδι άρχισε να γεμίζει με τα βογγητά τους. Άλλα παιδιά έκλαιγαν και προσεύχονταν. Κι άλλοι, ακόμα τρομαγμένοι απ’ τις ίδιες τους τις φωνές, προσπαθούσαν να δώσουν λογικές συμβουλές. Ξεφορτωθείτε κάθε τι το μεταλλικό έλεγαν, το μέταλλο τραβά τους κεραυνούς. Βγάλαμε όλοι τις ζώνες και τις πετάξαμε μακριά.
Δεν θυμάμαι να έλεγα τίποτα. Δεν θυμάμαι να έκλαιγα. Ένα άλλο αγόρι κι εγώ αναλάβαμε να φροντίσουμε τον Ralph. Ήταν ακόμη αναίσθητος. Του τρίψαμε χέρια και μπράτσα, του τραβήξαμε έξω τη γλώσσα ώστε να μην την καταπιεί, του είπαμε να την κρατήσει κρεμασμένη εκεί. Μετά από λίγο το δέρμα του άρχισε να παίρνει ένα ελαφρύ γαλαζωπό χρώμα. Το σώμα του μου φαινόταν πιο κρύο στο άγγιγμα, αλλά παρά την καταφανή ένδειξη, ούτε για μια στιγμή δεν μου πέρασε απ’ το μυαλό πως δεν επρόκειτο να συνέλθει. Ήμουν μόνο δεκατέσσερα, και σε τελευταία ανάλυση τι ήξερα; Δεν είχα ξαναδεί πεθαμένο.
Ήταν το συρματόπλεγμα που το έκανε, υποθέτω. Τα άλλα παιδιά που χτυπήθηκαν απ’ τους κεραυνούς είχαν παραλύσει, αισθάνονταν πόνο στα μέλη τους για μια ώρα περίπου, και μετά συνήλθαν. Αλλά ο Ralph είχε μείνει κάτω απ’ το φράχτη όταν τον χτύπησε ο κεραυνός, και είχε πεθάνει ακαριαία από ηλεκτροπληξία.
Αργότερα, όταν μου είπαν πως ήταν νεκρός, έμαθα πως είχε ένα κάψιμο οκτώ ίντσες κατά μήκος στην πλάτη του. Θυμάμαι που προσπαθούσα να κατανοήσω αυτά τα νέα κι έλεγα στον εαυτό μου πως δεν θα αισθανόμουν ποτέ ξανά τη ζωή με τον ίδιο τρόπο. Αρκετά παράξενο, δεν είχα σκεφτεί ακόμη το πώς είχα περάσει ακριβώς δίπλα του, όταν συνέβη. Δεν μου πέρασε απ’ το μυαλό, πως ένα ή δύο δευτερόλεπτα αν αργούσα και θα ήμουν εγώ. Τι σκεφτόμουν όταν του κρατούσα τη γλώσσα κοιτάζοντας μέσα απ’ τα δόντια του. Στο στόμα του είχε αποτυπωθεί ένας ελαφρύς μορφασμός, και από τα μισάνοιχτα χείλη του, πέρασα ώρα κοιτάζοντας μέσα απ’ τις άκριες των δοντιών του. Τριάντα τέσσερα χρόνια αργότερα, κι ακόμη τις θυμάμαι. Και τα μισόκλειστα, μισάνοιχτα μάτια του. Τα θυμάμαι κι αυτά.
4.
Όχι πολλά χρόνια πριν, έλαβα ένα γράμμα από μία γυναίκα που ζει στις Βρυξέλλες. Σε αυτό μου διηγιόταν την ιστορία ενός φίλου της, ενός άντρα που γνώριζε απ’ τα παιδικά της χρόνια.
Το 1940, ο άντρας αυτός κατατάχτηκε στον Βελγικό Στρατό. Όταν η χώρα έπεσε στα χέρια των Γερμανών αργότερα εκείνο το χρόνο, είχε συλληφθεί και ριχθεί σε ένα στρατόπεδο αιχμαλώτων πολέμου. Παρέμεινε εκεί μέχρι που τέλειωσε ο πόλεμος το 1945.
Στους φυλακισμένους επιτρεπόταν να αλληλογραφούν με τους εργαζόμενους στον Ερυθρό Σταυρό πίσω στο Βέλγιο. Του είχε τυχαία ανατεθεί για αλληλογραφία - μια νοσοκόμος του Ερυθρού Σταυρού από τις Βρυξέλες - και για τα επόμενα πέντε χρόνια αντάλλασσαν γράμματα μ’ αυτή τη γυναίκα κάθε μήνα. Με το πέρασμα του χρόνου έγιναν φίλοι πιστοί. Και το κυριότερο (δεν είμαι επακριβώς σίγουρος για το πόσο καιρό πήρε αυτό), κατάλαβαν πως κάτι περσότερο από φιλία είχε αναπτυχθεί μεταξύ τους. Η αλληλογραφία συνεχίστηκε, μεγαλώνοντας ακόμη την οικειότητα με κάθε ανταλλαγή, και τέλος ομολόγησαν την αγάπη τους ο ένας στον άλλο. Ήταν κάτι τέτοιο πιθανό; Δεν είχαν ειδωθεί ποτέ, δεν είχαν κάνει ούτε για λίγο ο ένας παρέα του άλλου.
Μετά το τέλος του πολέμου, ο άντρας βγήκε από τη φυλακή και επέστρεψε στις Βρυξέλλες. Συνάντησε τη νοσοκόμα, τον συνάντησε και κείνη, και ποτέ δεν απογοητεύτηκαν. Μικρό χρονικό διάστημα αργότερα παντρεύτηκαν.
Τα χρόνια περνούσαν. Απέκτησαν παιδιά, μεγάλωσαν, ο κόσμος είχε γίνει ελάχιστα διαφορετικός. Ο γιός τους τέλειωσε τις σπουδές του στο Βέλγιο και έφυγε για να κάνει την μεταπτυχιακή του εργασία στη Γερμανία. Εκεί στο πανεπιστήμιο, ερωτεύτηκε μια νεαρή Γερμανίδα. Έγραψε στους γονείς του και τους ανακοίνωσε πως θα παντρευτεί.
Οι γονείς κι από τις δύο πλευρές δεν μπορούσαν να ναι πιο ευτυχισμένοι για τα παιδιά τους. Οι δύο οικογένειες κανόνισαν να βρεθούν και την καθορισμένη μέρα η οικογένεια των Γερμανών εμφανίστηκε στο σπίτι της οικογένειας των Βέλγων στις Βρυξέλλες. Καθώς ο Γερμανός πατέρας έμπαινε στο σαλόνι και ο Βέλγος πατέρας σηκωνόταν να τον καλωσορίσει, οι δύο άντρες κοιτάχτηκαν στα μάτια κι αναγνώρισαν ο ένας τον άλλο. Είχαν περάσει πολλά χρόνια αλλά κανένας απ’ τους δυο δεν είχε καμιά αμφιβολία για το ποιός ήταν ο άλλος. Κάποιο διάστημα στη ζωή τους, έβλεπε καθημερινά ο ένας τον άλλον. Ο Γερμανός πατέρας ήταν ένας απ’ τους φύλακες στο στρατόπεδο των αιχμαλώτων, όπου ο Βέλγος πατέρας είχε περάσει στον τον πόλεμο.
Όπως βιάστηκε να προσθέσει, η γυναίκα που μου έγραφε το γράμμα, δεν προηγήθηκε καμιά έχθρα μεταξύ τους. Όσο τερατώδης κι αν ήταν η Γερμανική κατοχή, ο Γερμανός πατέρας δεν είχε κάνει τίποτα στη διάρκεια αυτών των πέντε χρόνων για να στραφεί ο Βέλγος πατέρας εναντίον του.
Αν είναι έτσι και είναι πιθανό, αυτοί οι δύο άντρες είναι τώρα οι καλύτεροι φίλοι. Η μεγαλύτερη ευχαρίστηση στη ζωή και των δύο είναι τα εγγόνια που έχουν από κοινού.
5.
Ήμουν οχτώ χρονών. Σε κείνη τη στιγμή της ζωής μου, τίποτε δεν ήταν πιο σημαντικό για μένα απ’ το μπέιζμπολ. Η ομάδα μου ήταν οι New York Giants, και παρακολουθούσα τις πράξεις αυτών των αντρών με την αφοσίωση ενός αληθινού πιστού. Ακόμη και τώρα, όταν θυμάμαι εκείνη την ομάδα που πια δεν υπάρχει, να παίζει σε ένα γήπεδο που επίσης δεν υπάρχει, μπορώ να ξετυλίξω τα ονόματα σχεδόν κάθε παίχτη με τη σειρά: Alvin Dark, Whitey Lockman, Don Mueller, Johnny Antonelli, Monte Irvin, Hoyt Wilhelm. Αλλά κανένας δεν ήταν μεγαλύτερος, κανένας πιο τέλειος, κανένας που ν’ άξιζε τη λατρεία περισσότερο απ’ τον Willie Mays, τον πυρακτωμένο, που σε φώναζε γεια σου μικρέ.
Εκείνη την Άνοιξη με είχαν πάρει στον πρώτο μου μεγάλο αγώνα για το πρωτάθλημα. Φίλοι των γονιών μου είχαν εισιτήρια στα θεωρεία του γηπέδου Polo Ground, και μια Απριλιάτικη νύχτα μερικοί από μας πήγαμε να παρακολουθήσουμε τους Giants να παίζουν με τους Milwaukee Braves. Δεν ξέρω ποιός κέρδισε, δεν μπορώ να θυμηθώ την παραμικρή λεπτομέρεια, αλλά θυμάμαι πως μόλις τέλειωσε το παιγνίδι οι γονείς μου και οι φίλοι τους κάθισαν μιλώντας στις θέσεις τους μέχρι που οι άλλοι θεατές έφυγαν. Είχαμε καθυστερήσει τόσο ώστε έπρεπε να διασχίσουμε το γήπεδο του μπέιζμπολ και να βγούμε απ’ την κεντρική έξοδο, που ήταν και η μόνη ανοιχτή. Κι όπως συνέβη, εκείνη η έξοδος ήταν ακριβώς κάτω απ’ τα αποδυτήρια των παιχτών.
Μόλις πλησιάσαμε τον τοίχο, πήρε το μάτι μου τον Willie Mays. Δεν είχα καμιά αμφιβολία σχετικά με το ποιός ήταν. Ήταν ο Willie Mays, που είχε ήδη βγάλει τη στολή και καθόταν εκεί με τα καθημερινά του ρούχα ούτε δέκα βήματα μακριά μου. Κατάφερα να κρατήσω τα πόδια μου που κατευθυνόταν προς το μέρος του, συγκεντρώνοντας κάθε ίχνος κουράγιου, εξαναγκάζοντας το στόμα μου να πει μερικές λέξεις: ”Κύριε Mays”, είπα, ”θα μπορούσα παρακαλώ να έχω ένα αυτόγραφο;”
Πρέπει να ήταν όλο κι όλο εικοσιτεσσάρων χρονών, αλλά δεν μπορούσα να προφέρω το μικρό του όνομα.
Η απόκριση στην ερώτησή μου ήταν απότομη αλλά φιλική. ”Βεβαίως, μικρέ, βεβαίως”, είπε. ”Έχεις ένα μολύβι;”. Ήταν τόσο γεμάτος από ζωή, θυμάμαι, τόσο γεμάτος νεανική ενέργεια, που συνέχιζε να αναπηδά πάνω κάτω όσο μίλαγε.
Δεν είχα μολύβι, έτσι ρώτησα τον πατέρα μου αν μπορούσα να δανειστώ το δικό του. Δεν είχε και κείνος. Ούτε και η μητέρα μου. Ούτε, όπως αποδείχτηκε, και κανένας άλλος απ’ τους μεγάλους.
Ο άφταστος Willie Mays καθόταν εκεί παρακολουθώντας σιωπηλά. Όταν έγινε ξεκάθαρο πως κανένας από μας δεν είχε τίποτε για να γράψεις μ’ αυτό, γύρισε προς τη μεριά μου και σήκωσε τους ώμους. ”Συγνώμη μικρέ”, είπε. ”Αν δεν έχεις μολύβι, δεν μπορώ να σου δώσω αυτόγραφο”. Και στη συνέχεια βγήκε απ’ το γήπεδο μέσα στη νύχτα.
Δεν ήθελα να κλάψω, αλλά δάκρυα άρχισαν να τρέχουν στα μάγουλά μου, και δεν μπορούσα να τα σταματήσω. Ακόμη χειρότερα, έκλαιγα μέσα στο αυτοκίνητο, σ’ όλη την επιστροφή προς το σπίτι. Ναι, είχα συντριβεί από την απογοήτευση, αλλά είχα επίσης πεισμώσει με τον εαυτό μου που δεν μπόρεσε να κρατήσει εκείνα τα δάκρυα. Δεν ήμουν μωρό. Ήμουν οχτώ χρονών, και τα μεγάλα παιδιά δεν επιτρεπόταν να κλαίνε για τέτοια πράγματα. Όχι μόνο δεν είχα το αυτόγραφο του Willie Mays, δεν είχα ούτε κανένα άλλο. Η ζωή με είχε δοκιμάσει, κι απ’ όλες τις απόψεις είχα βρει τον εαυτό μου να υπολείπεται.
Μετά από κείνη τη νύχτα, άρχισα να έχω ένα μολύβι μαζί μου όπου κι αν πήγαινα. Έγινε συνήθειά μου να μη βγαίνω απ’ το σπίτι δίχως να’ χω σιγουρευτεί πως είχα ένα μολύβι στην τσέπη μου. Δεν είναι πως είχα ιδιαίτερα σχέδια γι’ αυτό το μολύβι, αλλά δεν ήθελα να είμαι απροετοίμαστος. Είχα πιαστεί μια φορά με άδεια χέρια και δεν επρόκειτο να επιτρέψω να μου ξανασυμβεί.
Αν όχι τίποτε άλλο, τα χρόνια με δίδαξαν το εξής: Αν έχεις ένα μολύβι στην τσέπη, παρουσιάζεται πάντα μια καλή ευκαιρία να μπεις στον πειρασμό και μια μέρα ν’ αρχίσεις να το χρησιμοποιείς.
Όπως μου αρέσει να λέω στα παιδιά μου, έτσι έγινα συγγραφέας.-