28/9/08

SENSO UNICO

Σε φίλους και μη, που σπούδαζαν στην Ιταλία εκείνα τα χρόνια, που τέλειωσαν ή δεν τέλειωσαν, που γύρισαν ή δεν γύρισαν πίσω. Στην τρίμηνη έκδοση της Λέσχης που έφτιαξαν για κάποιο διάστημα στην Αθήνα, το «Λιμπρέτο», στη διάθεση που είχαν τότε να βρίσκονται, έστω για να κρατήσουν τις μνήμες. Το Senso Unico το δημοσίευσα για πρώτη φορά στο τεύχος 8 του Λιμπρέτο την άνοιξη του 1996, με το ψευδώνυμο Σωκράτης Ραδινός. 















Κάποιοι βέβαια θα με ζήλευαν για την ευτυχία μου. Θα επωφελούντο της απουσίας μου και θα έβγαζαν ως συνήθως το άχτι τους, θα γελούσαν μαζί μου. Άλλοι πάλι θα ψιθύριζαν κουνώντας όλο νόημα το κεφάλι: “το κακόμοιρο το παιδί”. Όμως ο χρόνος είναι μεγάλος γιατρός, στο τέλος θα με ξεχνούσαν. Θα έβρισκαν θέμα πιο πρόσφορο να ασχοληθούν. Άλλωστε, πόσοι να με σκεφτόταν ακόμα, αλλά και τί, εδώ ήταν η απορία μου, τί να σκεφτόταν, κάτι παλιές μου εικόνες παγωμένες στο χρόνο. Θέλω να πω δεν είχαν στοιχεία. Μόνο τα παλιά. Αυτά θ’ ανακύκλωνε διαρκώς το μυαλό τους. Αυτά και ό,τι έφτανε ως εκεί, από στόμα σε στόμα. Καταλαβαίνετε δηλαδή, σπασμένο τηλέφωνο.

Δεν λέω, γιατί λείπω χρόνια, πολλά χρόνια, το άθροισμα είκοσι. Κι αν εξαιρέσω ένα, το μοναδικό ταξίδι που έκανα τον τρίτο ή τέταρτο χρόνο, ταξίδι αστραπή, επιβεβλημένο από τις περιστάσεις που με πίεζαν για να μεγαλώσω, ναι, από τότε βρίσκομαι εδώ. Έριξα λίγο χώμα, τι θέλω και τα φέρνω στο νου μου, πικραμένος έφυγε ο πατέρας, άφησα δίπλα για τη μητέρα δροσερά μανουσάκια της άνοιξης, επιστρέφαμε, και με τράβαγε θυμάμαι απ’ το μανίκι το μέλλον. Μόνο φεύγοντας το άλλο πρωί, κοίταξα τη μηλιά της αυλής που έσκαγε και άνθιζε στη σειρά τα μπουμπούκια της σα να με χαιρετούσε, αϊ μηλίτσα, και δάκρυσα λίγο κι εγώ που ποτέ μου δεν κλαίω.

Κι από τότε εδώ, σ’ αυτή τη σοφίτα. Μικρή ελάχιστη και το μπάνιο έξω στο διάδρομο. Ολόκληρο σπίτι για ένα δωμάτιο, ξέρω τι θα πείτε. Δωμάτιο, ναι. Palazzo του παραμυθιού, καταφύγιο, έτσι το βλέπω. Και δεν ζήλεψα βέβαια τις ανέσεις του. Την ησυχία του ζήλεψα κι αυτό το παράθυρο. Ν’ ανοίγω τα σκούρα του το πρωί και να με τραβάει η ζωή προς τα κάτω. Ούτε το γρι παβέ, ούτε τα γαλαζωπά νερά της κρήνης του Moro. Ούτε τα κτίρια: μπαρόκ, διαβαθμίσεις της κόκκινης ώχρας, οβάλ του ιπποδρομίου. Ούτε καν αυτόν τον αιγυπτιακό οβελίσκο που αναστρέφει ολόκληρη την Piazza Navona και την καρφώνει στον ουρανό. Είναι μια γλύκα που την ανασαίνεις μονάχα εδώ. Την νιώθεις που κυκλοφορεί στον αέρα, στο φτερούγισμα των περιστεριών, στη μυρωδιά του καφέ. Είναι κάτι σκόρπιοι σατυρικοί στίχοι που ψιθυρίζει κι όλο διορθώνει ο Pasquino. Είμαι κι εγώ, μέρος πια της παράστασης, καθώς δρασκελίζω το κάδρο και βγαίνω από το παράθυρο.

Μακρύ μαύρο παλτό και καπέλο. Γάντια. Το βαλιτσάκι που έχω στον ώμο. Κάτι εκέρδισα τουλάχιστον με τα χρόνια, το στυλ. Οι άλλοι περνούν από κάτω βιαστικοί, βυθισμένοι σε ασχολίες. Μόνο τα παιδιά στέκονται και με κοιτάζουν με απορία. Πιάνομαι από τις μεταλλικές μπάρες κι αρχίζω να κατεβαίνω. Αργά, τελετουργικά, με το πρόσωπο κολλημένο στον τοίχο. Η κάθετη αυτοσχέδια σκάλα θυμίζει πλοίο ή κίνδυνο, όχι όμως για μένα. Ν’ ανεβοκατεβαίνεις του άλλου τα σκαλιά, αυτό είναι το δύσκολο. Scala altrui. Τουλάχιστον εγώ, έχω και τα παράθυρα. Όροφος και παράθυρο στη σειρά. Όπως ακριβώς το δικό μου. Φτάνει να βγάλω λίγο αριστερά το κεφάλι. Μάλιστα, το δεύτερο, το τρίτο, τα σκούρα βλέπω κλειστά. Οι Gelozi θα βρίσκονται σε περιοδεία. Κουνιέται κάπου κι ένα σκαλί, να έχω το νου μου. Γιατί εδώ, το παράθυρο είναι της Annabella. Την κοιτάζω μέσα απ’ το τζάμι. Τον ύπνο της κοιτάζω που αναδεύεται. Αμέριμνη, λυτρωτική αθωότητα που φέρνει ο ύπνος, απόκρημνη ομορφιά που κι η ίδια την αγνοεί. Σεντόνια, μέλη που διαγράφονται, χέρια γυμνά, σταρένια ο λαιμός, μυρωδιά απ’ το νότο. Ν’ αγγίξω ήθελα τα λυμένα μαλλιά. Ήθελα, γιατί συνεχίζω να κατεβαίνω, γιατί φτάνει, αυτό μου αρκεί. Έτσι, με έναν μικρό επιδέξιο σάλτο, προσγειώνομαι στην πλατεία. Bene! Στο καφενείο, στη γωνία της Corsia Agonale που είναι η θέση μου. Μόνο που για να φτάσω, πηγαίνω πρώτα αριστερά, κατά μήκος και μέχρι το βόρειο πέταλο της Piazza Navona, κυκλώνω την κρήνη του Ποσειδώνα κι επιστρέφω απ’ την άλλη μεριά. Πρωινή βόλτα, με βοηθάει και συγκεντρώνομαι. Άλλωστε, οι δήθεν σύντομοι δρόμοι αποδείχτηκαν στη ζωή μου ολέθριοι. Τέλος πάντων. Να ήμουν κάτι περισσότερο απ’ αυτό που ήμουνα κάποτε, που νόμιζα έστω πως είμαι, να ήμουν ήθελα ξαφνικά αυτός που πραγματικά είμαι. Όχι τα χιλιάδες τα πρόσωπα. Το ένα, το δικό μου το πρόσωπο έψαχνα και με πήραν τα χρόνια. Και τι κατάφερα; Μόλις που το φαντάζομαι αυτό μου το πρόσωπο. Αφαιρώντας, συνέχεια αφαιρώντας.

Όσο για το πτυχίο, ακόμη το παίρνω. Ένα ή δύο μαθήματα, να υποστηρίξω έχω την Tesi. Γιατί οι άλλοι τι έκαναν; Επέστρεψαν, θα βουλιάζουνε τώρα σε κάποια καρέκλα. Υπέροχα. Μόνο που εγώ δεν το έβλεπα έτσι. Με τράβαγε η ζωή. Η μέσα, η αθέατη πλευρά της ζωής, που σχολείο της είναι ο δρόμος. Καλλιτέχνης είμαι του δρόμου. Διαίσθηση, ανακατεμένη με το πείσμα του οδοιπόρου. Τυφλή, αδιαμφισβήτητη σιγουριά πως εδώ γίνεται η ζωή, ή τέλος πάντων από δω διαφεύγει, και πως εγώ, να λύνω έχω γρίφους και δισταγμούς, να ταιριάζω τα πράγματα. Κάτι από το έξω που λέγεται κόσμος, κάτι απ’ αυτό το ακατάστρεπτο που βρίσκεται μέσα μου. Σκέψεις κάνοντας, συνειρμούς, διαμέσου της φαντασίας. Σκέψεις που διακόπτονται καθώς μπαίνω στο cafe. Για να ξαναρχίσουν σε λίγο. Ένας μακρύς συλλογισμός είναι ο δρόμος μου, που ξετυλίγεται σαν το νήμα. Βήματα, που διαπλέκονται με τα βήματα των άλλων. Να βρίσκομαι ανάμεσά τους, να τους αγγίζω σχεδόν, και να είμαι και μόνος. Παράξενη, ιδιότροπη μοναξιά. Καφές, και το κύπελλο πλαστικό, αφού βγαίνω. Φέρνω και μια καρέκλα από το ακριανό τραπεζάκι μέχρι τη γωνία μου. Με συνήθισαν, δε λένε πια τίποτε. Κι εγώ τους συνήθισα, αλλά τον πρωινό μου καφέ θέλω να τον απολαμβάνω. Όχι στο όρθιο. Κι ας κάνει και κρύο. Βγάζει σήμερα που και που έναν ήλιο, φυσάει μετά, κατεβάζει η tramontana δροσερό απ’ τις Άλπεις νερόχιονο. Κι όμως, ο Modi ξεκίνησε κιόλας. Τα φρύδια, το γραμμένο το πρόσωπο. Μια μικρή ζωγραφίζει που κάθεται στην κρήνη των ποταμών. Νείλος, Γάγγης και Δούναβης. Rio de la Plata. Η πρόσοψη πίσω της Sant’ Agneze. Οι καμπύλες του καημένου του Borromini. Περαστικοί, τουρίστες, αργόσχολοι. Η κίνηση άρχισε για τα καλά στην πλατεία. Να ετοιμάζομαι λέω κι εγώ.

Σηκώνομαι και βγάζοντας αργά το παλτό, αποκαλύπτω τον παλιάτσο που κρύβεται μέσα μου. Το παιδί, που του αρέσει να παίζει, να σκαρώνει φάρσες, να κυλιέται στο δρόμο. Τιράντες, φαρδύ παντελόνι γεμάτο μπαλώματα. Βάζω και τη στρογγυλή ολοκόκκινη μύτη μου, βγάζω γυρίζω το καπέλο ανάποδα, και, κάνοντας μια βαθιά υπόκλιση, το αφήνω χάμω. Ένα, δύο μέτρα μπροστά μου. Κίνηση εσκεμμένα αργή και γι αυτό αξιοπρόσεκτη. Είναι θέμα ρυθμού. Άλλοι κοντοστέκονται, άλλοι βιάζονται, εγώ με το πάσο μου. Να τους τραβήξω θέλω από το πλήθος, να βγουν, έστω για λίγο, από την άχαρη την καθημερινότητα που τους έχει δεμένους. Κι έρχεται η ζωή όπως πάντα συνεπίκουρος στις προσπάθειές μου.

Ένας νεαρός πέφτει με δύναμη πάνω μου, με ρίχνει αλλά συνεχίζει να τρέχει, μπαίνει με φόρα αριστερά στην Corsia Agonale μέχρι που εξαφανίζεται στην άλλη γωνία. Είμαι ευτυχώς γυμνασμένος σε τέτοια περιστατικά. Πετάγομαι πάνω και τινάζομαι σα να μη τρέχει τίποτε. Τότε μόνο τους βλέπω. Έρχονται κι αυτοί κατά πάνω μου. Κόκκινα σιρίτια και κράνη. Όπλα περασμένα στον ώμο. Βγάζω γρήγορα γρήγορα τη σφυρίχτρα που έχω πάντα μαζί μου, κι επαναλαμβάνοντας άψογα τις κινήσεις του τροχονόμου, τους ανοίγω το δρόμο. Τους στέλνω βέβαια προς το νότιο μέρος της πλατείας, ενώ συνεχίζω να σφυρίζω μέχρι που χάνονται απ’ το οπτικό μου πεδίο. Μάλιστα. Ήσυχος τώρα, βγάζω το μαντίλι και σκουπίζω το ιδρωμένο μου μέτωπο. Να που μάζεψα κόσμο. Όμως το καπέλο το αποφεύγουν. Κάνουν πως δεν βλέπουν. Κάποιος το πάτησε κιόλας. Και φαίνεται σοβαρός, ηλικία μου θα ’ναι. Κοστουμάκι, κασκόλ, ανοιχτή καμπαρτίνα. Ίσως πάλι να μην έγινε σκόπιμα. Μακάρι, αφηρημένος θα ήταν, γιατί δεν επιτρέπω σε κανέναν να με προσβάλει. Την στιγμή μάλιστα που εργάζομαι. Απ’ τον τρόπο που πάει, κρατώντας έναν φάκελο γεμάτο χαρτιά, θα είναι υποθέτω σημαντικό πρόσωπο. Εκτός κι αν μόνο τα έγγραφα είναι σημαντικά, κι αυτός κλέβει κάτι απ’ αυτά και γεμίζει τη δική του ασημαντότητα. Θα δείξει, γιατί εξέχει απ’ τη δεξιά τσέπη της καμπαρτίνας ένα κινητό τηλέφωνο. Βέβαια εγώ, δεν έχω πού να πάρω τηλέφωνο. Το αφαιρώ παρόλαυτά, με μια κίνηση τόσο απαλή, που τίποτε δεν καταλαβαίνει. Με προδίδει όμως το ίδιο μου το κοινό, ακούγονται γέλια. Ο άλλος κάτι υποπτεύεται, στρέφεται προς το μέρος μου κι ανακαλύπτει την κλοπή που του έγινε. Εγώ, με κάπως αυστηρό απασχολημένο ύφος κάνω πως τηλεφωνώ, κυκλώνοντας το καπέλο. Όσο πιο αδιάφορος δείχνω, τόσο οργίζεται. Δεν διακινδυνεύει όμως καμιά κίνηση. Τον βλέπουν και τόσοι άνθρωποι. Τον κοιτάζω τώρα κι εγώ, ψύχραιμος, ίσια στα μάτια. Του χαμογελάω ταυτόχρονα, δείχνοντας το καπέλο με νόημα. Ζορίζεται λίγο, βγάζει τέλος απ’ το πορτοφόλι του ένα χαρτονόμισμα, το τσαλακώνει και το ρίχνει στο άδειο καπέλο. Mille lire. Του δίνω κι εγώ πίσω το τηλέφωνο. Τον κοιτάζω μετά που απομακρύνεται κάπως ενοχλημένος. Τώρα είναι η ευκαιρία για μένα. Κάνω μια βόλτα και το καπέλο μου γεμίζει με χρήματα. Κάνω και μια τελευταία υπόκλιση και επιστέφοντας στην καρέκλα, ακούω το χειροκρότημα. Βγάζω έπειτα τη μύτη, αδειάζω το χρήμα στις τσέπες, φοράω το παλτό, το καπέλο και σοβαρεύομαι. Πάνω στην ώρα γιατί βλέπω τους καραμπινιέρους να επιστρέφουν. Τραβάω το λοιπόν κατά του Modi, σφυρίζοντας αδιάφορα μέχρι να περάσουν. Θ’ αρχίσουνε πάλι να ρωτάνε και δεν έχω διάθεση. Ούτε documenti έχω, ούτε τίποτε. Περνούν, δεν με αναγνωρίζουν.

Μεσημέριασε πια, έσπασε κάπως το κρύο. Ένας πιτσιρίκος τρώει tartufo, μια γυναίκα πάει φορτωμένη με ψώνια. Με πιάνει θλίψη ξαφνικά, αλλόκοτη νοσταλγία. Και κάθομαι ξανά στην καρέκλα. Στα ρεύματα κάθομαι του αέρα, κι οι δείχτες του ρολογιού της Sant’ Agneze γυρνούν ανάποδα. Βγάζω τα γάντια, παίρνω κι απ’ το βαλιτσάκι μου το κλαρίνο. Βρίσκω έναν ήχο που να μ’ αρέσει και βαράω μετά, αυτή τη φορά δίχως χρήματα. Ένα τραγούδι, ένα δεύτερο. Χελιδονίσματα τα έλεγε ο παππούς.-