15/6/09

ΜΙΑ ΚΛΕΙΔΑΡΙΑ ΜΕ ΤΑ ΚΛΕΙΔΙΑ ΤΗΣ










στον Νίκο Χουλιαρά


Μια κλειδαριά με τα κλειδιά της. Την κράταγε, τη γυρόφερνε στα χέρια. Δοκίμαζε το μηχανισμό κι αναρωτιόταν. Έπειτα έστρεφε σ’ εμένα, “είναι χαλασμένη”, παραδεχόταν. “Μα πώς, καινούργια κλειδαριά, ακόμη δεν την βάλαμε σε πόρτα”.

Επάνω στο τραπέζι τα βιβλία. Τ’ άνοιγα, τα ’κλεινα, έψαχνα κάποια ζωγραφιά για το εξώφυλλο, κάποια φωτογραφία. “Πάρε όποια θες, όποια νομίζεις πως ταιριάζει, εγώ σταμάτησα και πια δεν ζωγραφίζω”. “Ακόμη δεν τελείωσε”, του είπα, “δεν έβαλα οριστική τελεία”. “Βάλε παύλα τότε και δώστο, ποτέ δεν τελειώνουν τα βιβλία”.

Βγήκαμε έπειτα να πάμε καμιά βόλτα, κι είχα μιαν αίσθηση, δεν ήμασταν οι δυο μας. Ο αέρας φύσαγε και σκόρπιζε τις λέξεις. Ο ένας, ο Βατσίνιας, βάγειρε κατά το Μώλο. “Ας τον αυτόν να πάει στη Μαβίλη, στ’ αλογάκια”. Ο Μαντζαρόπουλος, αγκαλιά με τον Δημητράκη τον άλλο εαυτό του, τράβηξαν για τα Ταμπάκικα. Κάπνιζαν παφ και πουφ τσιγάρα από τράκα κι όλο ψιθύριζαν τελείως μεταξύ τους. Ο άλλος, σκυφτός από ώρα γυάλιζε τα καινούργια του παπούτσια, κι ας ξέραμε πως φεύγοντας για τον μεγάλο δρόμο, θα γέμιζαν με σκόνες και νερά, θα πάταγαν λακκούβες. Έπειτα ο Θρασκιάς κατέβασε έναν Λούσια ταραγμένο. Τον έφερνε με ορμή απ’ τα σκοτάδια και τον παράσερνε προς τα μποστάνια, στο Δρίσκο, πιο πίσω ακόμη απ’ το βουνό, προς τα Ζαγόρια. Κι έτσι απομείναμε ξανά οι δυο μας. “Κατά πού να τραβήξουμε;”, τον ρώτησα ευθέως. “Πάμε προς την Καραβατιά”, μου είπε στην αρχή, μα ξαφνικά, σαν κάτι να θυμήθηκε εκεί στο σταυροδρόμι. “Όχι, ας μείνουμε εδώ, μέσα μας είναι όλα αυτά, τα κουβαλάμε. Έρχεται σε λίγο ο αδερφός μου ο Γιώργος να μας πάρει. Θα πάμε στο Βύρωνα στο καφενείο, ή στο Όμορφο. Θες να ’ρθεις;” και γέλασε ξανά το πρόσωπό του.


(02/06/09)