Αποσπάσματα από ένα διαρκές ημερολόγιο,
για τη συζήτηση στα πλαίσια της έκθεσης:
Τράπεζα Τέχνης - Art Bank (Δεκέμβριος 2010)
1. Αυτή η σιωπή η αβάστακτη. Παρατεταμένη, υπόκωφη, παρηκμασμένη απ’ το χώνεμα το πολύ και τις γονυκλισίες, μέγιστη για τα περασμένα, αυτή η σιωπή της συγκατάβασης, που έθρεφε, που διέλυε για χρόνια τον νου, και που τώρα βαραίνει. Να μιλάει κανείς, όχι να πνίγεται.
“Όποιος δεν ακούει, δε βλέπει και δε μιλάει, ζει εκατό χρόνια”, λέει μια σικελική παροιμία, θυμίζοντας την omerta, τον νόμο της σιωπής που η παραβίασή του σημαίνει θάνατο. Η χρόνια αυτή σιωπή δεν μπορεί παρά να δηλώνει ουδετερότητα, φόβο, συνενοχή, παθητικότητα, αδιαφορία.
Ακόμη και όταν κάποιος δοκιμάζει να σπάσει αυτή τη σιωπή βρίσκοντας δύναμη και κουράγιο να μιλήσει, ακόμη και τότε, η φωνή του κινδυνεύει να χαθεί, μέσα στο ανούσιο και το ευτελές της εποχής, τον θόρυβο και τον κατακλυσμό της πληροφορίας.
Υπάρχει ευτυχώς και μια άλλη σιωπή. Έρχεται κάποτε ευεργετική, όταν το επιτρέψουν οι συνθήκες. Η σιωπή της περίσκεψης, της αυτάρκειας, της ηρεμίας. Εκείνη που συνήθως κυοφορεί το καινούργιο, η σιωπή πριν τη δημιουργία.
2. Αξίζεις σήμερα, εάν κατέχεις ή εάν κερδίζεις χρήματα, και δεν κερδίζεις επειδή αξίζεις. Το χρήμα από μέσο έγινε σκοπός, κυρίαρχη πρώτη αξία. Έτσι αναπόφευκτα το κέρδος, το “κερδίστε για να καταναλώνετε”, έγινε το ιδεώδες στον κοινωνικό βίο. Εξ αιτίας της προτεραιότητας που δώσαμε στο χρήμα, η πολιτική με την τρέχουσα έννοια, ακολουθεί τυφλά τις επιταγές της οικονομίας, ή μάλλον, η οικονομία έχει υποκαταστήσει την πολιτική σε κάθε επίπεδο. Πρόκειται για την απόλυτη κυριαρχία της οικονομίας.
3. Στο ντοκιμαντέρ: “Το xρήμα ως χρέος” [1], αποκαλύπτεται η παραπλανητική λειτουργία των τραπεζών, αφού παρέχοντας εγγυήσεις κι εμπιστοσύνη, δανείζουν στην πραγματικότητα ανύπαρκτο χρήμα, για να εισπράξουν όμως απ’ τους πελάτες τους πραγματικό χρήμα που αντιστοιχεί σε προϊόντα αγαθά και υπηρεσίες. Αυτή η παράξενη εμπλοκή του εικονικού και του πραγματικού χρήματος, δημιουργεί συνθήκες για αποτελεσματικότερη συσσώρευση κεφαλαίου. Αν κυκλοφορούσε στην αγορά πραγματικό χρήμα, θα πραγματοποιούνταν το ένα δέκατο των οικονομικών συναλλαγών, και οι τιμές θα ήταν κάτι σαν την "φυσική τιμή", όπως έλεγε ο Άνταμ Σμιθ, και που καθορίζεται από την προσφορά και τη ζήτηση.
Το παράδειγμα έχει ως εξής: Κάποιος καταθέτει 1000 αποθεματικό κεφάλαιο και συστήνει μια τράπεζα. Δανείζει στον Α το μεγαλύτερο ποσό που επιτρέπεται δηλαδή 9000, ο οποίος παίρνοντας την επιταγή, πηγαίνει και αγοράζει το 4χ4 αμάξι των ονείρων του, δίνοντας την επιταγή στον έμπορο αυτοκινήτων Β. Εκείνος με τη σειρά του πηγαίνει σε μια άλλη τράπεζα, και εξαργυρώνει ή καταθέτει στο λογαριασμό του την αξία της επιταγής, δίνοντας το δικαίωμα στην δεύτερη αυτή τράπεζα, που στην πραγματικότητα ως εγγύηση αξιοπιστίας έχει τα 1000 της πρώτης τράπεζας, να δανείσει κάποιον άλλο πελάτη της Γ αυτή τη φορά 81000, τα οποία όμως αργά ή γρήγορα θα τα εισπράξει ως πραγματικό χρήμα και μάλιστα έντοκο με τον έναν ή άλλο τρόπο απ’ τον συγκεκριμένο πελάτη.
4. Το χρήμα ξεκίνησε ως μέσο συναλλαγής, αγοραπωλησίας προϊόντων ή υπηρεσιών. Στην αρχή ήταν μικρή ράβδος από μέταλλο ευγενές, μικρός πολύτιμος λίθος και η ανταλλαγή κάτι εσήμαινε. Ως σύμβολο παρέπεμπε σε είδος, εμπόρευμα ή εργασία. Στη συνέχεια έγινε κέρμα, που με την πάροδο του χρόνου όλο μίκραινε και αλάφραινε. Αντίθετα, η αξία του μεγάλωνε, όπως ανάλογα μεγάλωνε και η απομάκρυνση των σημασιών του συμβόλου από ό,τι αρχικά αντιπροσώπευε. Το χρήμα δεν άργησε να αποδείξει την πλαστικότητά του, να γίνει χαρτονόμισμα, επιταγή, κάρτα αναλήψεων ή πιστωτική, να γίνει μετοχή, ομόλογο, παράγωγο, και ν’ αλλάζει χέρια με την ταχύτητα του δευτερολέπτου στις οθόνες του παγκόσμιου χρηματιστηρίου. “Παράγωγο” σημαίνει “περιουσιακό στοιχείο”, η αξία του οποίου συνδέεται με άλλα “περιουσιακά στοιχεία”, και αυτά με άλλα και ούτω καθ’ εξής· το σύγχρονο χρήμα στην πιο εκλεπτυσμένη του μορφή, δεν αντιπροσωπεύει στην πραγματικότητα τίποτε, εξαντλήθηκε μέσα στις διαδοχικές του μεταφορές, έγινε αέρας εικονικός, δικτυακά μεταφερόμενος. Παλαιότερα σήμαινε ακριβή αποθέματα σε χρυσό ή εργάσιμο χρόνο, σήμερα κάτι αόριστο και αφηρημένο. Υπάρχει όμως πάντοτε στο βάθος η παραπομπή, η αντιστοίχιση του συμβόλου δεν έχει εκλείψει. Κάπου εκεί, σε κάποια τελευταία αναγωγή, είναι πιθανό να συναντήσουμε κάποιον που εξ αιτίας δυσκολιών αποπληρωμής ενός δανείου σε τράπεζα έχασε το σπίτι του, μια επιχείρηση που έκλεισε, έναν μεγάλο οργανισμό που έχασε την περιουσία του ή γιατί όχι, ένα ολόκληρο κράτος που εξ αιτίας των οφειλών του αναγκάζεται να επαιτεί και να ξεπουλιέται. Αν εξαιρέσουμε τον πόλεμο, ο ήπιος τρόπος για να κατακτήσεις έναν λαό και να υποδουλώσεις ένα έθνος, μη το ξεχνάμε, είναι το οικονομικό χρέος.
5. Το χρήμα δημιουργεί εσωτερικό δεσμό μεταξύ των ανθρώπων αποφέροντας κοινωνική εξουσία και εμπιστοσύνη. Κοινωνική εξουσία, αφού ο κάτοχός του, είναι σε θέση να ελέγχει περισσότερα προϊόντα και εμπορεύματα, ή και την ίδια την εργατική δύναμη, και να επιβάλει σε άλλους τη θέλησή του, καταβάλλοντας ή κατακρατώντας χρήματα. Η εμπιστοσύνη κάνει το χρήμα κοινωνικό. Έχουμε εμπιστοσύνη πως τα χρήματα μετατρέπονται μόλις το αποφασίσουμε σε αγαθά και υπηρεσίες, αλλά έχουμε εμπιστοσύνη και στις τράπεζές μας, όσο κι αν αυτή κλονίζεται τελευταία.
6. “Ο χρόνος είναι χρήμα”, μεταφρασμένο δάνειο από την αγγλική, “time is money”. Ο χρόνος ως εμπορεύσιμο προϊόν, μπορείς να τον αγοράσεις ή να τον πουλήσεις και η υπηρεσία αυτή ανταλλάσσεται με χρήμα. Χάνοντας χρόνο χάνουμε χρήματα, επομένως ο χρόνος μας είναι πολύτιμος. Είναι πολύτιμος αφού μπορούμε να τον αξιοποιήσουμε κερδίζοντας χρήματα. Η αναστροφή αποσκοπεί στην απόλυτη μονομέρεια, το στερεότυπο λέγεται συνήθως ως γνωμικό απόφθεγμα, προϋποθέτοντας την αναγόρευση απ’ τις κοινωνίες μας του χρήματος ως πρώτιστου αγαθού, πιο πάνω ακόμη κι από την ελευθερία. Δεν είμαστε φαίνεται σε θέση να κατανοήσουμε τα αυτονόητα, το πόσο δηλαδή πολύτιμος είναι ο χρόνος μας, παρά μόνο μέσω κάποιου οικονομικού αντικρίσματος που μπορεί να παρέχει. Θα μπορούσε παρολαυτά κανείς να ισχυριστεί, πως ο χρόνος δεν είναι χρήμα και οικονομική συναλλαγή, ή έστω, πως ο χρόνος δεν είναι μόνο χρήμα αλλά και άλλα, πιο σημαντικά για τον άνθρωπο, όπως ελευθερία, ανθρώπινες σχέσεις, δημιουργία ή διασκέδαση.
7. Σχετικά με τις προσπάθειες για τη δημιουργία εναλλακτικών νομισμάτων, έχουν για μένα διερευνητικό περισσότερο χαρακτήρα, και κρίνονται σχετικά με το αν και κατά πόσο είναι ικανές να υποστηρίξουν και να προωθήσουν εναλλακτικά παραδείγματα κόντρα στην εμπορευματοποίηση της ζωής. Ας μην ξεχνάμε, συμβαίνουν μερικώς και εντός πάντοτε του ισχύοντος κοινωνικού-πολιτικού. Στην καλύτερη περίπτωση ένα εναλλακτικό νόμισμα υποκαθιστά, εάν και όταν υποκαθιστά, κάποιες δραστηριότητες, ο καινούργιος τρόπος συναλλαγής δεν ισχύει παρά μόνο για ορισμένα πράγματα, εξυπηρετώντας μικρές συνήθως ομάδες ανθρώπων. Όμως μπορεί να κρίνει κανένας κατά περίπτωση, αφού σε δύσκολες συνθήκες ο άνθρωπος αποδεικνύεται καμιά φορά εξαιρετικά ευρηματικός, αναζητώντας άλλου είδους σχέσεις, ακόμη και αν αυτές παραμένουν εμπορικές αλλά με μια άλλη έννοια, ή απλώς ανταλλακτικές. Η ανταλλαγή, η επαναχρησιμοποίηση, δεν είναι ούτε μιζέρια ούτε ένδειξη φτώχιας αλλά ανθρώπινη, περιβαλλοντική ανάγκη, σε κάποιες μάλιστα περιπτώσεις, μπορεί να γίνει αντίσταση δημιουργική, αρκεί να μην χρησιμοποιείται ως άλλοθι, ενοχικό καταπραϋντικό, επίδειξη ή μόδα. Μπορούμε να φανταστούμε τέτοιες προσπάθειες σε κοινότητες πιο αυτόνομες, πιο απομακρυσμένες από τον σύγχρονο τρόπο ζωής, είχαμε από το τέλος της δεκαετίας του 60 και εντεύθεν τέτοια παραδείγματα, κι ακόμη έχουμε. Σε κάποιες τέτοιες εναλλακτικές και ουτοπικές κοινότητες θα είχε ίσως νόημα να δούμε για παράδειγμα, πώς επανανοηματοδοτεί η ίδια η κοινότητα το σύμβολο-χρήμα, ή ακόμη, πώς παύει να το χρησιμοποιεί εάν και εφόσον δεν της χρειάζεται. Βέβαια, η αντικατάσταση του χρήματος με κάτι ριζικά διαφορετικό δείχνει για τις κοινωνίες του σήμερα απλώς αδιανόητη. Για να ξεχάσει ξαφνικά το δολάριο ή το ευρώ η παγκόσμια κοινότητα, σημαίνει πως έχει ήδη γίνει διαφορετική, πιο αυτόνομη, δίνοντας σημασία στη ζωή καθαυτή και όχι στην κατανάλωση ή το κέρδος, στην ουσία και όχι στο περιτύλιγμα, όμως αυτό είναι θέμα μιας άλλης, μεγαλύτερης συζήτησης.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ