Όλο γράφω το σκοτάδι μ’ ένα κερί.
Έρχεται ύστερα ο
αέρας κι όλο παίρνει
τις σκέψεις μου, τα σχέδιά μου.
Όλο γράφω το σκοτάδι μ’ ένα κερί.
Ήχος τηλεφώνου από μακριά που όλο επλησίαζε.
Ιδρώτας και μισάνοιχτο στόμα. Έβγαινα απ’ τον κόσμο τον μαγικό του
ονείρου, ξυπνούσα σιγά σιγά πιο καθαρός, πιο συμπληρωμένος. Δε θυμόμουν
επακριβώς λεπτομέρειες, είχα όμως την αίσθηση, τη γεύση, αν μπορώ να πω,
του ονείρου. Συμπλέγματα παραστάσεων, εικόνες που έφερναν ρεύματα από
σκέψεις και συναισθήματα, ασυνάρτητες, αντιφατικές και σκόρπιες εικόνες
που προσπαθούσα να βάλω σε τάξη.
Είχα
βρεθεί στα χαλάσματα, ύστερα από τρομερή καταστροφή, βαθιά, κάτω από
χώματα κι από πέτρες. Eίχα συνέλθει όμως, με δυσκολία είχα συρθεί, είχα
ανοίξει το δρόμο. Θυμόμουν τρένα και πρόσωπα, υπόγεια και σκοτεινούς
διαδρόμους, μα τα κατάφερα στο τέλος, με τη βοήθεια του σκύλου, να
αναδυθώ σε μια πραγματικότητα πιο πραγματική. Ήσουν μαζί μου κι εσύ,
θυμόμουν την ένταση και την αγωνία που με έκανε δύο φορές να ξυπνήσω, το
παραλήρημα, το ποδοβολητό του ονείρου.
(τρίτο ξύπνημα – οπισθόφυλλο του βιβλίου)
(Η σύνθεση του εξωφύλλου είναι
αποτέλεσμα συνεργασίας δύο φωτογράφων από τα Γιάννενα, του Βαγγέλη Ντάγκα και
του Γιάννη Τσαμπούλα, πάνω σε μια ιδέα του συγγραφέα. Επιμέλεια εξωφύλλου:
Ξένια Τρίφων.)