Πολυθέατρο, 29/12/2014
Γνώριμα μου φαίνονται τα
πρόσωπα, όπως από δω τα κοιτάζω. Γνώριμα και αγαπημένα. Θέλω να ευχαριστήσω
τους καλούς μου φίλους γι’ αυτή την εκδήλωση. Τον Θοδωρή Γκόγκο, που παρά τις
αντίξοες συνθήκες εξακολουθεί και κάνει θέατρο στην πόλη μας, την Όλγα Παππά,
τη Δανάη Τζήμα, τους μουσικούς Γιάννη Μήτση, Περικλή Μπουλουκτσή, που έχουμε φτιάξει
κάποια τραγούδια μαζί, τον Κώστα Κωσταγιώργο. Είναι πολύ σπουδαίο να έχεις
τέτοιους φίλους. Είναι μεγάλη μου τιμή. Θέλω ακόμη να ευχαριστήσω εκ βαθέων
όλους εσάς που ήρθατε απόψε. Είμαι συγκινημένος. Από τον τόπο που γεννήθηκα και
μεγάλωσα κι από σας, κάθε φορά που έρχομαι, κάθε φορά που συναντιόμαστε, παίρνω
τη δύναμη και το κουράγιο να συνεχίσω.
Σ’ αυτούς τους εξαιρετικά
δύσκολους καιρούς, νομίζω πως πρέπει να αναζητούμε ευκαιρίες συνάντησης, τόπους
και τρόπους αλληλεγγύης, γιατί μόνο ξεφεύγοντας απ’ αυτόν τον ανελέητο
ατομισμό, μόνον έτσι, πηγαίνοντας απ’ το εγώ στο εμείς, βλέπω πως μπορούμε να
κάνουμε κάτι. Μήπως το ίδιο δεν προσπαθούμε και μέσα απ’ την τέχνη;
Η
τέχνη είναι, αλλά και ήτανε πάντα, άρρηκτα συνδεδεμένη με την κοινωνία. Τέχνη,
από το τίκτω, γεννώ, δημιουργώ με τη σκέψη και δια της φαντασίας, δίνω μορφή,
υλοποιώ, ‘art’ από το λατινικό ‘ars’ που σημαίνει διακανονίζω διευθετώ,
όρος που γενικά σημαίνει την ικανότητα δημιουργίας έργων που απευθύνονται στην
ευαισθησία, τον πνευματικό και ψυχικό κόσμο του ανθρώπου. Η τέχνη, πρέπει να
βοηθά τον άνθρωπο, στην κατανόηση του εαυτού του και συνεπώς στην κατανόηση του
κόσμου, να συντελεί στην πνευματική του ανύψωση. Να τον κάνει, σε κάθε επαφή
που θα έχει μαζί της, είτε είναι δημιουργός είτε είναι θεατής, να αισθάνεται
περισσότερο άνθρωπος, να πλησιάζει περισσότερο την πνευματική του ουσία. Και
βέβαια, ο κοινωνικός ρόλος της τέχνης δεν μπορεί παρά να είναι κριτικός, να
θέτει τα ερωτήματα, και όχι να είναι απαραίτητα μια φανερωμένη, μια στρατευμένη
θέση.
Σε
μια τέτοια κατεύθυνση προσπάθησα από τη νεότητα, μέσα από μια δημιουργική όπως
θέλω γραφή, ικανοποιητικά ή όχι δεν μπορώ να το ξέρω, όμως αυτή είναι η
ειλικρινής μου προσπάθεια, αυτός είναι ο δρόμος μου.
Στο
πρώτο μου βιβλίο, το «Τέλος μιας αρχής –Αναφορά στον Νίκο Αλέξη Ασλάνογλου»,
που εκδόθηκε το 1999 από τις εκδόσεις Οδός Πανός, θα συναντήσει κανείς την
αγωνία ενός νέου δημοσιογράφου να γράψει πραγματικά, την αγωνία του να βρεθεί
κοντά στον αγαπημένο ποιητή των παιδικών του χρόνων, να τον ακολουθήσει, να
μπει στην περιπέτεια της γραφής, να προσπαθήσει να κρατήσει επάξια τη σκυτάλη
μετά τον άδοξο θάνατό του.
Η
Μαύρη Κιμωλία κυκλοφόρησε στις αρχές Δεκεμβρίου από τις εκδόσεις Κέδρος. Για
λόγους που αφορούν εν μέρει την ελληνική εκδοτική κατάσταση συντελούσης της
κρίσης, εν μέρει ίσως την δική μου ολιγωρία, το κείμενο άργησε τέσσερα σχεδόν χρόνια
να βρει το δρόμο του για το τυπογραφείο. Παρόλαυτά, αισθάνομαι ευτυχής και πιο
πλούσιος μετά την δημοσίευσή του. Γιατί είναι μάλλον καλύτερα να έχουμε έτοιμα
και ολόκληρα κείμενα κι ας περιμένουν και λίγο, απ’ το να εκδίδουμε βιαστικά ή
ημιτελή βιβλία. Βλέπετε, εμείς φεύγουμε, τα κείμενα, τα δημιουργήματα
παραμένουν. Και με αυτό τον τρόπο δίνουμε τη μάχη μας με τον χρόνο.
Η
Μαύρη Κιμωλία είναι ένα «όνειρο σε τρεις αναπνοές», όπως περιγράφει και ο
υπότιτλος του βιβλίου. Πρόκειται λοιπόν για όνειρο, και δεν
το εννοώ μεταφορικά, το εννοώ κυριολεκτικά. Λογοτεχνικό βέβαια όνειρο. Έγινε
προσπάθεια να γραφεί με την ονειρική γραφή, τη γλώσσα των ονείρων, που
γειτνιάζει, αν δεν είναι ίδια με τη γλώσσα της ποίησης. Κάποιος βλέπει στον
ύπνο του πως βρίσκεται στα χαλάσματα μετά από ένα δυνατό χτύπημα, μια μεγάλη
καταστροφή, και προσπαθεί ανασυντάσσοντας τις δυνάμεις του ν’ ανέβει και πάλι
στην επιφάνεια. Συμβαίνουν ανάμεσα δύο μικρές διακοπές, δύο ξυπνήματα του
ονειρευόμενου, όμως το όνειρο συνεχίζεται, όπως συμβαίνει καμιά φορά με τα
όνειρα. Έτσι σε επίπεδο σύνθεσης, το πρώτο μέρος διαδραματίζεται στα συντρίμμια
της καταστροφής και σε μεγάλο εσωτερικό βάθος, το δεύτερο μέρος στις υπόγειες
στοές ενός εαυτού, ενώ το τρίτο μέρος στην επιφάνεια. Παρόλη την εφιαλτική κατά
τόπους δομή, το κείμενο είναι μια ανάβαση, έχει εναλλαγές και λυρικά μέρη,
είναι κατά βάθος αισιόδοξο, αφού επιχειρείται η ανάδυση ενός εαυτού από τα βάθη
προς τον καθαρό αέρα και τη ζωή. Αλλά ακόμη και σαν εφιάλτη αν κανένας το δει,
τίποτε δεν μπορεί να ‘ναι ο εφιάλτης μου αυτός
μπροστά στον πραγματικό εφιάλτη που ζει η πατρίδα μας τα τελευταία
χρόνια. Θυμίζω εδώ πως η αντίστοιχη αγγλική λέξη για τον εφιάλτη είναι «nightmare» που μεταφράζεται κατά τον
Σαίξπηρ «η φοράδα της νύχτας», ή κατ’ αλλους «ο δαίμονας της νύχτας».
Σε ένα άλλο επίπεδο, το
πρώτο μέρος του ονείρου αναφέρεται στην ανασυγκρότηση της ταυτότητας μέσα απ’
το παρελθόν και τη μνήμη, ενώ το δεύτερο και το τρίτο πηγαίνουν να συναντηθούν
με την ετερότητα, το έτερον, το διαφορετικό, κι αυτή η συνάντηση βέβαια δεν
μπορεί να συμβεί δίχως να προϋπάρχει η ταυτότητα. Αναγκαία την προϋποθέτει. Ο
σκύλος βοηθά, είναι ο δαίμονας και ο άγγελος του ήρωα μου, ο ίδιος τον
δημιουργεί και τον εφευρίσκει, μόνος του τον γεννά για να κατορθώσει το δύσκολο
εγχείρημα.
Ήμουν στον ύπνο μου πυκνός,
κι έτσι σημείωνα επιμελώς και για χρόνια τα όνειρά μου, όσο ανόητα κι αν μου
φαινόταν, με το που ξύπναγα πήγαινα κατευθείαν στο χαρτί, τα έγραφα, πριν πιω
καφέ, πριν ρίξω νερό στο πρόσωπό μου. Κι αυτό το ακατανόητο που είχαν για μένα
εκείνες τις πρώτες στιγμές, όσο περνούσε ο καιρός γινόταν σιγά σιγά και ως δια
μαγείας αποκαλυπτικό, γεμάτο νοήματα. Η ονειρική θέαση της ζωής είναι ένας
κόσμος που πατάει βέβαια στο πραγματικό, όχι απλώς πατάει αλλά παραπατάει πάνω
στο πραγματικό, ως ασύνειδη συνέχεια μιας λίγο ή πολύ συνειδητής
πραγματικότητας. Γιατί δεν μπορεί παρά η καθημερινότητα, με τις καταφάσεις και
τις αρνήσεις της, τις ευκολίες και τις δυσκολίες της, να περνά, να διαπερνά στο
όνειρο, απ’ όπου πολλές φορές προκύπτουν βαθύτερες αγωνίες. Το όνειρο και το
παραλήρημα όπως λέει ο Φρόυντ προέρχονται από την ίδια πηγή, το απωθημένο. Και
ένα από τα χαρακτηριστικά του απωθημένου είναι πως παρόλη την έντασή του, δεν
κατορθώνει να φτάσει στη συνείδηση.
Όναρ, όνειρος, ένειρον,
υπάρ, ενύπνιον, ύπνος. Από το προοίμιο ήδη της Θεογονίας του Ησίοδου, όπου ο
ποιητής σε μια ονειρική εμπειρία συναντιέται με τις Μούσες, από τα Ομηρικά
ποιήματα όνειρα, ο Πάτροκλος ας πούμε επισκέπτεται τον κοιμισμένο Αχιλλέα και η
Αθηνά την Πηνελόπη, το «Περί Διαίτης»
όπου ο Ιπποκράτης συνδέει τα όνειρα με την υγεία και τη διορατικότητα του
ονειρευόμενου, από τα όνειρα του Σωκράτη
στον Πλάτωνα (διάλογοι Φαίδων και Κρίτων), από το «Περί Ενυπνίων» του
Αριστοτέλη, που αποπειράται μια επιστημονική ερμηνεία της
προέλευσης των ονείρων, από τον Καλλίμαχο, τον Λουκιανό, τον Αρτεμίδωρο, μέχρι
τον Φρόυντ τον Γιούγκ και την σύχρονη ψυχανάλυση και την επιστήμη, αυτή η
ιδιότυπη εμπειρία έχει ερευνηθεί και ερευνάται ως μέρος της ψυχικής συμπεριφοράς
του ανθρώπου και ως εκδήλωση του ανθρώπινου ασυνείδητου.
Είχα πάντα την αίσθηση πως η
γλώσσα του ονείρου είναι μια γλώσσα ποιητική. Ένα τέτοιο υλικό επιχείρησα να
ανασύρω από τα βαθιά, δεν ξέρω πόσο πετυχημένα. Η αλήθεια είναι πως δεν
πρόκειται για εύκολο κείμενο, δεν είναι απ’ ότι φαίνεται για την παραλία.
Μπορεί όμως κανείς να το διαβάσει ως ρυθμό, ακούγοντας τη μουσική του, ως
ονειρική ιστορία, μπορεί να το διαβάσει χωρίς σταματήματα ή να εντοπίσει σε
κάποια μεμονωμένα σημεία, μπορεί να το διαβάσει σποραδικά ή κατά ριπάς.
Είμαστε, όπως λέει υπέροχα ο Σαίξπηρ, από την ίδια ύλη που είναι καμωμένα τα
όνειρα.
Σας ευχαριστώ