12/8/15

ΠΡΟΧΘΕΣ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟ








στο φίλο μου, το Νίκο Χουλιαρά


       


Προχθές με την πανσέληνο και με το μπλε φεγγάρι, αργά κατά τα μεσάνυχτα, χτύπησε το τηλέφωνο. «Ποιος είναι;», ρώτησα αλαφιασμένος μέσα απ’ τον ύπνο. «Ο Νίκος», απάντησε κι αμέσως αναγνώρισα τη φωνή, και δεν μου έκανε έκπληξη. «Τι κάνεις κύριε Νίκο;» τον ρώτησα με αγωνία, «γιατί εγώ τρεκλίζω απ’ τη ζέστη… παν’ τ’ αδέρφια, παν’ οι φίλοι, παν’ οι σύντροφοι όλοι, δεν έμεινε και τίποτε να πιαστώ», και σα να με πήρε ξαφνικά το παράπονο. «Άσε τις διαπραγματεύσεις τώρα κι έλα να πάμε καμιά γύρα», είπε σα να ’λεγε ανέκδοτο κι ήθελε να με κάνει να γελάσω, «αρέντα να ’ρθείς, ξέρεις εσύ, απ’ την πάνω την πόρτα… τη νύχτα έχω πια μοναχά που είναι με το μέρος μου».
Μπήκα κατευθείαν σ’ ένα ταξί και πήγα και στάθηκα εκεί έξω από το απροσπέλαστο και δεν τον περίμενα για πολύ. Βγήκε πίσω απ’ τα δέντρα τα ψηλά, τα καρφωμένα σαν κυπαρίσσια στον ουρανό, και μέσα από τα βούζια και τα χορτάρια τα άγρια, τον είδα να πατάει στην πέτρα πάνω τη μούχλα, στην πρόκα ύστερα, και μια και κι έξω να πηδάει τη μάντρα με σιγουριά κι αυτοπεποίθηση. «Όλα κούφια μου φαίνονται εκεί κάτω, και τρύπιο είναι, γεμάτο διασημότητες... έχει και κάτι διαδρόμους που χάνεσαι», είπε καθώς με πλησίαζε. Παρατήρησα με ικανοποίηση πως ήταν όπως παλιά, με τ’ άσπρα του τα γένια αφημένα και τα μαλλιά, με το πουκάμισο μπροστά ανοιχτό, με τα λουστρίνια του τα καινούργια καθώς γυαλίζονταν πάνω τους το φεγγάρι. Έσερνε πίσω του κάτι σκιές αλλά δεν έδωσα σημασία.
Και ήταν το βράδυ ερημιά και πηγαίναμε, γύρα γύρα κι απ’ έξω, τον κήπο τον ρομαντικό, και περπατάγαμε και οι δυο εν υπνώσει. «Το καλό με την κρίση είναι πως έπεσαν οι μάσκες», γύρισε και μου είπε, «δεν πήγες διακοπές;» «Δεν ξέρω ποιος είμαι, ούτε καν τι είμαι δεν ξέρω τελευταία. Έχει κι αυτή τη ζέστη τη φοβερή», απολογήθηκα. «Το ’χεις χαμένο», είπε και κούνησε μ’ απογοήτευση το κεφάλι. «Απ’ έξω ζέστη κι από μέσα κακοκαιρία… θες τα κλειδιά να πας στην Αντίπαρο; Εκεί θα περάσεις ωραία.» «Δεν ξέρω κύριε Νίκο, γράφω και κάτι για τον πατέρα, πάει κι αυτός τέσσερα χρόνια πεθαμένος.» «Καινούργιο βιβλίο, πότε θα το εκδώσεις;», με ρώτησε και τα μάτια του έλαμψαν ξαφνικά, «να σου κάνω τουλάχιστον γι’ αυτό το εξώφυλλο, αφού δεν τα καταφέραμε με το άλλο.» «Αλήθεια σ’ ευχαριστώ κύριε Νίκο, και για το νησί και για το βιβλίο», του είπα συγκινημένος, «το βλέπω όμως ν’ αργεί να πάει για τυπογραφείο. Δεν διάβαζαν που δεν διάβαζαν, τώρα με την κρίση, ούτε που μπαίνουν στα βιβλιοπωλεία. Αλλά κι άμα μπουν παίρνουνε ό,τι να ’ναι. Λέω για την ώρα να το πετάξω στο διαδίκτυο κι ας το δουν από κει, έστω και διαγώνια, όπως με τα ποιήματα στο δρόμο». «Όσο πιο πολύ θ’ ανεβαίνεις, τόσο κρύο και μοναξιά θα σε βρίσκει εκεί πάνω, αλλά να μη στεναχωριέσαι, εμείς είμαστε τα ποιήματα στο δρόμο», μου είπε σοβαρά και με νόημα, όμως έδειξε ανήσυχος ξαφνικά κοιτάζοντας δύο σκιές που όλο επλησίαζαν προς το μέρος μας. «Να δεις, ο Δαραμπασίνας κι ο Βούρμπιανης είναι αυτοί που έρχονται από πέρα, ας τους καλύτερα τώρα, γιατί θα μπλέξουμε», κι έκανε μια και χάθηκε μέσα στον τοίχο.
Ξύπνησα κάθιδρος, μα ήρθε ευτυχώς με το ξημέρωμα η ζωή, κι έφερε δροσερό νερό, ψωμάκι ζυμωμένο, κι έτρωγα και ξεδίψαγα και της φιλούσα τα χέρια.