Χωρίς τον πατέρα μικραίνει η μέρα
κι η νύχτα, η νύχτα η δίχως αέρα..
Είχε μια ησυχία κάποτε το
σπίτι, μια ζεστασιά, είχα κι εγώ εκείνη την απατηλή αίσθηση της αιωνιότητας που
συνήθως συντροφεύει την εφηβεία, αλλά και την περιέργεια να μάθω, ν’ ανοίξω τα
φτερά μου γι’ αλλού. Χνωτίζοντας με το στόμα το τζάμι και φτιάχνοντας που και
που με το δάχτυλο σχέδια για μιαν άλλη ζωή, θυμάμαι τον εαυτό μου, στο παράθυρο
που καθόμουν τα μεσημέρια, το αγαπημένο παράθυρο του σπιτιού, που έβλεπε, πέρα
απ’ την μεσημεριανή ξεκούραση των γονιών μου, πέρα απ’ την βεράντα και πάνω απ’
τον πλάτανο με τους πελαργούς, πέρα απ’ τα πέτρινα σπίτια της μικρής πόλης και την
ανοιξιάτικη λίμνη που άχνιζε μακριά, πέρα, πιο πέρα κι από το βουνό που έκλεινε
τον ορίζοντα.
Αντίχειρας δείκτης,
μέσος παράμεσος μικρός, τα δάχτυλά μου χτύπαγαν απαλά, με τον δικό τους ρυθμό,
το νοτισμένο τζάμι· αναρωτιόμουν γι’ αυτά τα μεγάλα πουλιά, που φτιάχνουν
φωλιές κοντά στους ανθρώπους, που φεύγουν κάθε φορά με το καλοκαίρι, για να
επιστρέψουν ξανά με την άνοιξη και να ζευγαρώσουν· αναρωτιόμουν, για την πίστη
και τη συντροφικότητα που τους αποδίδεται κι έδινα ανθρώπινες προεκτάσεις, ακόμη,
για τις μακρινές διαδρομές αυτής τους της μετανάστευσης, γιατί τάχα οι πελαργοί
ταξίδευαν από τη στεριά αποφεύγοντας πάντα τη θάλασσα;
Έχοντας εξασφαλίσει, -δικαιωματικά
και λόγω της ηλικίας, όπως έλεγα τότε, εξ’ αιτίας κάποιας θείας τύχης και
εύνοιας, όπως λέω σήμερα-, μια σχετική ανεξαρτησία από το σπίτι και μια
αίσθηση ελευθερίας, νόμιζα πως στον κόσμο, που ανοιγόταν μπροστά μου ατέλειωτος,
όποτε αισθανόμουν έτοιμος, θα έβρισκα και θα πορευόμουν εύκολα το δρόμο που
αγαπούσα. Μπορούσα να χάνομαι, να ονειροπολώ με τις ώρες, ν’ αναρωτιέμαι. Ας ήμουν
ελεύθερος κάποτε όπως τα πουλιά, ας ήταν για πάντα ο χρόνος με το μέρος μου, όμως
το έβλεπα, το ένιωθα διαρκώς, δεν ήμουνα σαν τους άλλους. Μου άρεσε να
απομονώνομαι απολαμβάνοντας τις δικές μου δραστηριότητες, ν’ ακούω μουσική με
τις ώρες, να καταγράφω ανώριμες σκέψεις σε τετράδια, να σκαλίζω ασυνάρτητους
στίχους· μου άρεσε να αφαιρούμαι συχνά, να ταξιδεύω με μάτια ανοιχτά ή
μισόκλειστα, εκεί στις απαρχές του στοχασμού και της σκέψης, την ήθελα, τη
ζητούσα αυτή τη μοναξιά, κι ας μην ήξερα ακόμη πόσο ευεργετική ήταν.
Γυρνώντας προς τα μέσα, βρισκόμουν
ξανά στο δωμάτιο της πρώιμης εφηβείας, ένα φορητό στερεοφωνικό, ροκ σε κασέτες,
ένα άλμπουμ με γραμματόσημα, βιβλία λιγοστά, διαβασμένα ξανά και ξανά. Ένας
τόμος της διάπλασης των παίδων, η γεωγραφία του κόσμου, η εγκυκλοπαίδεια, μια συλλογή
με δημοτικά, τα σχολικά οπωσδήποτε εγχειρίδια και βοηθήματα, ένα λεξικό, τεύχη
κλασικών εικονογραφημένων. Όλα αυτά μέχρι εκείνο το κυριακάτικο απόγευμα που σήμερα
μνημονεύω, αφού από κει κι ύστερα άρχισαν τα βιβλία να έρχονται σπίτι.
Ακούω σαν τώρα τη φωνή
του πατέρα να με βγάζει από τη μεσημεριανή εκείνη ονειροπόληση και να με ρωτά, από
το καθιστικό όπου οι γονείς μου έπαιρναν τον απογευματινό τους καφέ, αν ήθελα
να πάω μαζί του. Στο γραφείο για λίγο, επίσκεψη μετά στον κύριο Βούρη, βόλτα τέλος
στο Μώλο. Αποκρίθηκα ναι, ετοιμάστηκα σβέλτα. Μακρινός συγγενής, φίλος ή
συνεργάτης του πατέρα, ποιος ακριβώς ήταν ο Βούρης δεν ήξερα, τον θυμόμουνα βέβαια,
τον είχα συναντήσει και άλλες φορές. Στον καθρέφτη έστρωσα με λίγο νερό τα
μαλλιά· ένα χνούδι στο πρόσωπο, ακόμη αχνό, που όλο βιαζόμουν να το ξυρίσω. Οι
αλλαγές που επιφέρει στο σώμα η εφηβεία, με τις ιδιοτροπίες που συνήθως τις συνοδεύουν,
είχαν αρχίσει να εμφανίζονται αλλά σε ήπιο ακόμη βαθμό, η άρνηση, η έπαρση, η αίσθηση
πως έφερα κάποιο φορτίο πολύτιμο, που, αν και δεν ήξερα τι ήτανε ακριβώς, οι
άλλοι όφειλαν εκ προοιμίου να το αντιλαμβάνονται, οι κόντρες αργότερα, όλα αυτά
που θα δημιουργούσαν ουκ ολίγα προβλήματα αλλά και θα με ξυπνούσαν ταυτόχρονα
και οριστικά, ήρθαν προς την ύστερη εφηβεία.
«Μια ζωή, θα βαρεθείς να
ξυρίζεσαι», είπε ο πατέρας, που εμφανίστηκε δίπλα μου δένοντας τη γραβάτα. «Είδες
τη φωτογραφία;», και μου χαμογέλασε μέσα απ’ τον καθρέφτη. «Την είδα, τρίο ήταν
… παραλίγο να το πιστέψω. Πρόσεξα μετά τη βεράντα κι είδα το πρόσωπο καλύτερα… εγώ
είμαι στη φωτογραφία, όχι ο γιός του συναδέλφου σου… σιγά το αστείο.» «Ήσουν ακόμη
πρωτάκι στο Βαλάνειο με κοντά παντελόνια. Μακάρι να μου κάνεις κι εσύ κάποτε τέτοια
αστεία. Πάμε τώρα, μη χάσουμε και την βόλτα». Είχε τον τρόπο του βέβαια ο
πατέρας, δεν σε ανάγκαζε, ήξερε να σε παίρνει με το μέρος του.
Δεν έβρεχε δε φύσαγε και
πηγαίναμε θυμάμαι από τον Πλάτανο και την Δεσποτάτου Ηπείρου, το Οικονομικό και
την Μιχαήλ Αγγέλου, περνώντας από την επιβλητική ξύλινη γέφυρα που διέσχιζε από
πάνω το δρόμο, δωμάτιο κάποτε για το χαρέμι κάποιου Οθωμανού μπέη, δωμάτιο του
μεγαλοπρεπούς αρχοντικού που κάηκε λίγα χρόνια αργότερα και που, όποτε περνούσα
κάτω από τη γέφυρά του, νόμιζα πως με κρυφοκοίταγαν μάτια, αθέατα από ψηλά, μέσα
από τα μακρόστενα παράθυρα με τα χρωματιστά τζάμια. Πίσω από τη Νομαρχία κάναμε
δεξιά, ανεβήκαμε στο γραφείο. Δεν άργησε, τακτοποίησε κάποια έγγραφα, βγήκαμε
πάλι από την πάνω μεριά της πλατείας. «Προς τα πού πάμε;», ρώτησα. «Προς το
κάστρο είναι το σπίτι, λίγο πιο κάτω απ’ το παλιό βενετσιάνικο ρολόι». «Αυτό
που συνέχεια χάλαγε και χτύπαγε μετά ασταμάτητα;», ρώτησα πάλι. «Ναι, ακουγόταν
λένε σε όλη την πόλη. Επί Τουρκοκρατίας, αφού αργότερα, στην πρώτη Ιταλική
κατοχή, αφαίρεσαν το μηχανισμό, κι έτσι εμείς δεν το προλάβαμε. Έμεινε μόνον η
έκφραση για τους φλύαρους: ‘ασ’ τον αυτόν, πάει σαν την ώρα του κάστρου’».
Λιακάδα που ήταν η ζωή
μου εκείνα τα χρόνια, το σιντριβάνι, πιο κάτω η Όαση, το καφενείο, περνώντας απέναντι,
του Τσοκάνη, μέρη που αποδείχτηκαν εκ των υστέρων σημαντικά για την πορεία κι
ας μην το ήξερα τότε, ωστόσο, ένιωθα θυμάμαι ένα ελπιδοφόρο αεράκι
μεταπολίτευσης που ερχόταν. Το θερινό ακόμη κλειστό, στη στοά του Ορφέως, το χειμερινό
έπαιζε «Θίασο», τέσσερις ώρες, από δεκατριών ή ακατάλληλο, μπορεί και να μ’ έβαζαν.
Μου άρεσε να χαζεύω τις προθήκες των σινεμά, καθυστερούσαμε συνήθως για να κοιτάξω
τις αφίσες, τις φωτογραφίες, τα προσεχώς. Το ίδιο θα γινόταν πιο κάτω, αν αίφνης
δεν ακουγόταν το εμβατήριο και δεν εμφανιζόταν στη Μεραρχία το άγημα με τη μπάντα,
αν δεν παιάνιζε, μετά τα παραγγέλματα, ο εθνικός ύμνος, αν δεν ήταν η ώρα για
την υποστολή της σημαίας. Η κυκλοφορία σταμάτησε· όλοι, όπου κι αν κοίταζες, όρθιοι
εν ακινησία, μέχρι πάνω ψηλά στην πλατεία. Σε στάση προσοχής, στραμμένοι προς
τη σημαία που κατέβαινε αργά τον ιστό. Λες κι έζησα σε διαρκή υποστολή και
ταπείνωση από τότε, κι αυτό φάνηκε αργότερα, όταν κατάλαβα για τα καλά πως μεταπολίτευση,
δεν ήταν μόνον εκείνο το δροσερό αεράκι που νόμιζα κάποτε, μα ήταν και πλάνη όπως
αποδείχτηκε και παγίδα, που έκρυβε αέρηδες δυνατούς, θύελλες και σκοτεινές
καταιγίδες. Βέβαια, ήταν νωπά ακόμη τα σύμβολα μέσα μου και ζωντανά τα νοήματα,
αν και το τελετουργικό, μες τις υπερβολές εκείνης της εποχής, μου γεννούσε απορίες.
Δεν ενθάρρυνε απλώς αλλά απαιτούσε, κι αυτή διαρκώς η κατάχρηση, στρέβλωνε ήδη,
αποδυνάμωνε το ίδιο το σύμβολο. Μπίτα, Γρανάδα, Τιτάνια, δεν θυμάμαι να πρόλαβα,
ο πατέρας είχε ταχύνει κάπως το βήμα.
«Βιαζόμαστε;», ρώτησα.
«Δεν βιαζόμαστε ακριβώς, εκεί θα ’ναι, δεν φεύγει ο Βούρης… με περιμένει να τον
ξυρίσω.» «Γιατί, δεν μπορεί να ξυριστεί μόνος του;» «Δεν είναι με τα καλά του τελευταία,
σα να το ’χασε λίγο… Από το θάνατο της γυναίκας του και μετά, εγκατέλειψε τον
εαυτό του κι έτσι άρχισε σιγά σιγά να τον εγκαταλείπει κι εκείνος.» «Και πας
και τον ξυρίζεις κάθε μέρα;» «Ένα δυο απογεύματα τη βδομάδα, είναι καλός
άνθρωπος ο κυρ’ Στέφος και πάντα μας βόηθαγε», αποκρίθηκε ο πατέρας, «μην
ανησυχείς, δεν θ’ αργήσουμε… αρκεί να μην αρχίσει τις κόνξες.»
Κατηφορίζοντας προς το
Μώλο, λίγο μετά το Κουρμανιό και την κεντρική πύλη του κάστρου, απέναντι σχεδόν
από την μικρότερη πύλη που ένωνε κάποτε την εβραϊκή συνοικία και την μέσα
συναγωγή με το παζάρι, δίχως τάφρο και γέφυρα πια και δίχως ρωμανιώτες, στα
όρια της συνοικίας Λειβαδιώτη, όπου είχαν καταφύγει, παλιότερα, μετά την
αποτυχημένη εξέγερση, διωγμένοι οι χριστιανοί απ’ το κάστρο, εκεί ήταν το σπίτι
του κύριου Βούρη. Παλιό πέτρινο δίπατο, νοικοκυρόσπιτο, με ώχρα απαλή στο σοβά
και μικρό εξώστη, σιδεριές στα κάτω παράθυρα και τα σκούρα πάνω κλειστά. «Απασχόλησέ
τον όσο θα τον ξυρίζω, μη μας κάνει καμιά απότομη κίνηση», είπε ο πατέρας
χαμογελώντας με νόημα καθώς χτυπούσε, μια δυο φορές, δυνατά την εξώπορτα. Ακόμη
αντηχεί στα αυτιά μου το μπρούτζινο ρόπτρο, η ξύλινη εσωτερική σκάλα που έτριζε
απόκοσμα καθώς ανεβαίναμε, μα περισσότερο, εκείνη η βραχνή και αγωνιώδης φωνή:
«Ήρθες Κώστα;… α έφερες και τον μικρό». Το βλέμμα του ύστερα, το πώς αναθάρρησε
και έφεξε ξαφνικά όλο το πρόσωπο, που το αγρίευαν άσπρα γένια μερικών ημερών, το
πόσο χάρηκε όταν μας είδε.
Πώς φέρνει κάποτε η
μνήμη ολοκάθαρα, μερικές μόνο, σκόρπιες εικόνες και παραστάσεις του παρελθόντος,
που προσπαθώ τώρα ν’ ανασυνθέσω, μα αν πάλι, σκέφτομαι, δεν δούλευε έτσι, μπορεί
να μην ήταν ενιαίο το εγώ στο παρόν, να μην ωρίμαζε, να μην εξελισσόταν. Τον
θυμάμαι καθισμένο σε μια πολυθρόνα, στη μέση του δωματίου, με περασμένη στο
λαιμό μια μεγάλη πετσέτα και πίσω του όρθιο τον πατέρα, με το πινέλο και τον
αφρό να του σκεπάζει σιγά σιγά το πρόσωπο. Ανάκατα, λιγοστά άσπρα μαλλιά, σκαμμένο
με ρυτίδες και χρόνο το μέτωπο, μα προπάντων τα μάτια, το πώς χάνονταν κάποιες
στιγμές και βυθίζονταν, το πώς ξύπναγαν έκπληκτα ξαφνικά και στριφογύριζαν σα δαιμονισμένα,
μέχρι που μ’ έβρισκαν απέναντι, για να παραμείνουν καρφωμένα επάνω μου, το πώς με
κοίταγαν και γυάλιζαν τρέλα. Τον κοίταγα κι εγώ μην έχοντας κάτι να πω, άλλωστε
έδειχνε ήρεμος, αν και με φόβιζε η ένταση, το αλλόκοτο βλέμμα, και δεν μου
επέτρεπε, όπως ήθελα απ’ την πρώτη στιγμή, να στραφώ προς τα πίσω. Κοίταζα βέβαια
που και που διαγώνια, είχε ήδη αποσπάσει την περιμετρική όραση και την προσοχή
μου, η μεγάλη επιβλητική βιβλιοθήκη, και με τράβαγε με δύναμη προς το μέρος της.
Ένας κόσμος ολόκληρος που δεν ήξερα και με μάγευε, ένας τοίχος γεμάτος βιβλία που
τον ακουμπούσα σχεδόν με την πλάτη. Μεγάλοι και μικρότεροι δερματόδετοι τόμοι αναπαύονταν
ο ένας δίπλα στον άλλον, κάθετα ή γέρνοντας ελαφρώς, με τους επιχρυσωμένους
τίτλους στις ράχες, πυκνά κι αλλού πιο ελεύθερα, άφθαρτοι, όπως μου φάνταζαν, ατάραχοι
ογκόλιθοι μες τη σιωπή τους. Σχεδίες στα νερά του σκούρου μαονιού του επίπλου, έτοιμες
για να ταξιδέψουν, αρκεί που θα άγγιζες.
Είχα την ευκαιρία, καθώς
ο πατέρας, με ήπιες παροτρύνσεις και οδηγίες, έστρεφε ή του ανασήκωνε ελαφρώς το
κεφάλι, και με μικρές επιδέξιες κινήσεις, προχωρούσε το ξύρισμα από τα μάγουλα
στο λαιμό, είχα την ευκαιρία, ν’ αγγίξω τις ράχες κάποιων κοντινών μου βιβλίων,
διατρέχοντας στα γρήγορα ένα απειροελάχιστο μέρος αυτού του υπέροχου κόσμου,
ώσπου βρήκα το θάρρος, κατά τύχη και για όσο παρέμενε ανεστραμμένο εκείνο το
βλέμμα, να πάρω στα χέρια μου έναν μεγάλο τόμο δεμένο με χοντρό υφασμάτινο εξώφυλλο.
Πάνω στο γαλάζιο του ύφασμα, έφερε ανάγλυφη μια σεβάσμια μορφή, συγκεντρωμένη
στον εαυτό της, με γενειάδα και σκυμμένο το πρόσωπο, με σταυρωμένα μπροστά,
μέσα στις παλάμες, τα δάχτυλα. Μυρωδιά πολυκαιρισμένου χαρτιού φυλλογυρίζοντας προς τα μέσα, γράμματα τυπωμένα μικρά, με τα
αρχικά των κεφαλαίων σαν κεντημένα, σελίδες πυκνογραμμένες δίχως κενά, διηγήματα
και μεγαλύτερα κείμενα που ξεκινούσαν με εικονογράφηση. Ανοίγοντας τυχαία εδώ
κι εκεί, διέτρεξα γρήγορα τις σελίδες, περί τις οχτακόσιες το σύνολο, στις
τελευταίες, βρήκα τα περιεχόμενα αυτού του πρώτου, όπως διαπίστωσα, τόμου. Πρόφτασα
θυμάμαι να διαβάσω δύο τίτλους που χαράχτηκαν μέσα μου από τότε, τα ‘θαλασσινά
ειδύλλια’ και ‘το ενιαύσιον θύμα’. Ο πρώτος έφερνε κάτι μακρινό, κάτι που μόνο στη
θερινή ραστώνη και τη θάλασσα, κάτω από τα δέντρα και τις συναυλίες των
τζιτζικιών ή δίπλα στο κύμα, είχα μέχρι τότε την τύχη να φανταστώ κι άλλες φορές
να συναντήσω, ο δεύτερος μου άρεσε απλώς, αν και δυσνόητος, αφού δεν ήξερα τι
σήμαινε ‘ενιαύσιον’. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, κάνοντας κι εγώ κάποια κίνηση λάθος,
το βιβλίο, βαρύ όπως ήτανε και ογκώδες, γλίστρησε ξαφνικά απ’ τα χέρια μου κι έπεσε
με θόρυβο στο ξύλινο πάτωμα.
Έσκυψα ακαριαία να το σηκώσω,
έχοντας σκοπό να το ξαναβάλω στη θέση του, δίπλα στους άλλους δύο πανομοιότυπους
γαλαζωπούς τόμους που το περίμεναν και να διορθώσω κάπως το λάθος μου, πάγωσα όμως,
διαπιστώνοντας πως με είχε αντιληφθεί εν τω μεταξύ και με κοίταγε πάλι, και ένιωσα
να σταματάει ο χρόνος. Χρόνος κι αυτός σημαντικός, σκέφτομαι σήμερα, αθροίζοντας
όχι αναπνοές αλλά παύσεις, στιγμές που μου έκοψαν την ανάσα. Εκείνος
φρεσκοξυρισμένος, ο πατέρας να σκουπίζει το καινούργιο του πρόσωπο κι απλώνοντας
οινόπνευμα καθαρό να του κάνει μαλάξεις, κι εγώ πιασμένος, ακίνητος με το
βιβλίο στα χέρια. «Θέλεις φτερά μικρέ;», ρώτησε ξαφνικά, κι είχε η φωνή του μια
δύναμη, έναν ενθουσιασμό που δεν καταλάβαινα, «το όπλο που κρατάς νικάει όλους τους
φόβους, λέγε, θέλεις να το διαβάσεις;» «Θέλω», αποκρίθηκα σθεναρά παίρνοντας
θάρρος, αποφασισμένος να μην χάσω την ευκαιρία. «Πάρτο τότε στο σπίτι», μου είπε
επιτακτικά, «τα νιάτα υπόσχονται πολλά μα δύσκολα τηρούν τις υποσχέσεις, πάρτο
όμως, να δούμε αν θα καταφέρεις να το διαβάσεις». Κι ένιωσα μια βαθιά και
πρωτόγνωρη ευχαρίστηση, κλείνοντας στην αγκαλιά μου εκείνο το βαρύ και πολύτιμο
όπως αποδείχτηκε δώρο.
Ψιχάλιζε όταν βγήκαμε, ο
πατέρας ανέβηκε ξανά να φέρει ομπρέλα. Άκουγα τις πρώτες σταλαγματιές απ’ τα
τσίγκια και τα ρείθρα στα πεζοδρόμια, ανάσαινα τη μυρωδιά μιας απαλής που ερχόταν
βροχούλας, και τον περίμενα, προσέχοντας μη βραχεί το βιβλίο. Ο δρόμος, άδειος
σχεδόν, γυάλιζε στο ψιλόβροχο καθώς έπαιρνε σιγά σιγά να νυχτώνει, ‘γκάου’,
ακούστηκε μια φωνή, και πρόλαβα την Τσιβούλα με το Νικολάκη στο καροτσάκι να πάνε
τρέχοντας προς τα πάνω, ‘γκάου’, ακούστηκαν δυνατά κι άλλες φωνές, ‘γκάου μπίου’,
κι είδα πίσω κάτι σκιές, που μια κρύβονταν μια έβγαιναν και την έκραζαν, που τη
χλεύαζαν απ’ τα γύρω στενά, με σκοπό να την εκνευρίσουν. Ο πατέρας μετά, που επέστρεψε
και άνοιξε την ομπρέλα. «Κάνας Μεζές θα ’ναι, κανένας Ντιριντίρης και τον
κοροϊδεύουν, μη δίνεις σημασία. Θες ακόμα τη βόλτα στο Μώλο;», με ρώτησε. «Και
θέλω και δεν θέλω» απάντησα σφίγγοντας στα χέρια μου το βιβλίο. «Πάμε μέχρι τη λίμνη,
δε βρέχει πολύ, κι επιστρέφουμε από την κάτω μεριά. Μετά τον Μαβίλη, στ’
αλογάκια αριστερά, κι ανηφορίζουμε για το σπίτι.» «Τι σημαίνει ενιαύσιον»,
ρώτησα. «Ετήσιο», μου απάντησε, «κάτι που γίνεται μια φορά το χρόνο, έχει τέτοιους
ύμνους η εκκλησία. Η κοινή μας δένει με την αρχαία, η δημοτική με την
καθαρεύουσα, ευτυχώς εσύ πρόλαβες, γιατί με τον καινούργιο νόμο…» «Ξέρω, τέλος
οι βαθμοί στο δημοτικό, τέλος οι εξετάσεις για το γυμνάσιο, και αρχαία μόνο από
μετάφραση.» «Τέλος όμως και η καθαρεύουσα, καθιέρωση στο εξής της δημοτικής ως
επίσημης γλώσσας», πρόσθεσε ο πατέρας, «δεν ξέρω αν έκαναν καλά, πάντως οι
επόμενες γενιές, θα δυσκολεύονται να διαβάσουν πολλά απ’ τα βιβλία του Βούρη.» «Και
τα σχολεία λένε θα γίνουν μικτά, όμως αυτό, οριακά, δεν θα το προλάβω.» Μονότονα
που έπεφτε η βροχή στην ήσυχη λίμνη. Μικροί κυματισμοί καθώς το καραβάκι της
γραμμής έδενε στην προβλήτα, απέναντι μακριά άναβαν φώτα, κι ήθελα ξαφνικά να
επιστρέψουμε γρήγορα, ν’ ανοίξω επιτέλους, να δω το βιβλίο.
Έτσι ήρθε στο σπίτι, εκείνο
το βράδυ, ο πρώτος τόμος από τα άπαντα του Παπαδιαμάντη, κι άρχισα ευθύς, με ανεξήγητη
μανία, να τον διαβάζω. Τον πρόσεχα, θυμάμαι, ως αντικείμενο ιερό, δεν σημείωνα,
δεν τσάκιζα τις σελίδες. Το βλέμμα μου έτρεχε πάνω στις γραμμές, διάβαζα από
μέσα μου, κι αυτή η φωνή, καθώς χωνευόταν και γινόταν δική μου, ανέβαινε
φέρνοντας στην επιφάνεια κι άλλες φωνές, διάβαζα κουνώντας τα χείλη,
προφέροντας λέξεις και φράσεις ψιθυριστά, κι όταν τύχαινε μάλιστα να είμαι
μόνος στο σπίτι, διάβαζα τότε φωναχτά, μεγαλόφωνα, κι αφήνοντας κατά μέρος τις
σκέψεις και τα νοήματα, άκουγα απλώς το ρυθμό. Από τα μικρά στα μεγαλύτερα
κείμενα, συναντιόμουν με χαρακτήρες και πρόσωπα που φάνταζαν σαν πραγματικά, ζούσα
με ένταση την πλοκή και τα γεγονότα, αρχίζοντας βαθμιαία να αναγνωρίζω στην
υλική του πυκνότητα κάτι πνευματικό, κάτι περιεχόμενο, κάτι που σαν πυξίδα, κι
ας μην ήξερα πώς, θα με βόηθαγε να βρω κάποτε τον προσανατολισμό μου.
«Πότε θα ξαναπάς στον
Βούρη να τον ξυρίσεις;» ρώτησα λίγες μέρες μετά τον πατέρα. «Τέλειωσες κιόλα με
το βιβλίο;» «Μάγος είσαι; Ένα τελευταίο μου έμεινε, ‘Το Καμίνι’· μικρό είναι,
θα το καταφέρω.» «Και τί σε δυσκολεύει;» «Δεν ξέρω ακόμη αν είναι θαλασσινό ή
βουνίσιο… κι αυτός ο ‘άνω βυθός’, σού λέει τίποτε;» «Απορώ μαζί σου κι
εξίσταμαι», είπε και σα να χαμογέλασε ο πατέρας παρόλο που κούναγε μ’ απογοήτευση
το κεφάλι. «Και γιατί απορείς;» «Εγώ σε στέλνω στο σχολείο για να μάθεις να
σκέφτεσαι, για να γίνεις άνθρωπος, κι εσύ κάθεσαι όλη νύχτα, ξενυχτάς και
διαβάζεις» «Άδραξε τη νύχτα, γιατί τα υπόλοιπα είναι μέρα», του είπα κι εγώ
αστειευόμενος, αντιστρέφοντας μια φράση που έλεγε συχνά πυκνά να με παροτρύνει.
«Πες μου πατέρα», τον ρώτησα ξανά κι ακόμη μου φαίνεται πως τον ρωτάω, «πότε θα
ξαναπάς στον Βούρη να τον ξυρίσεις;»
Και πήγε ο πατέρας και
μια και δυο φορές, και πήγαινε για καιρό και τον ξύριζε, κι έφερνε τα βιβλία
στο σπίτι. Κι εγώ, τρελός από χαρά, κατέστρωνα φιλόδοξα σχέδια κι έβρισκα χίλιους τρόπους
ώστε να προλαβαίνω να τα διαβάζω. Γιατί ήταν και η καθημερινότητα, που πύκνωνε
ήδη απειλητικά, που δεν έπρεπε να παραμελώ· το σχολείο, τα φροντιστήρια, ο
ανυπόφορος και κουραστικός χρόνος των μεγάλων. Έκοψα τ’ απογεύματα στην
Καραβατιά, τη μπάλα με τα παιδιά στο παλιό μου σχολείο, κι αφήνοντας συχνά στη
μέση το φαγητό ή όποια δραστηριότητα νόμιζα περιττή, πήγαινα ανυπόμονος στο
δωμάτιο κι έκλεινα πίσω σαν υπνωτισμένος την πόρτα, αφού το μόνο που είχα κατά
νου ήταν να ξαναπιάσω το κείμενο από κει που το είχα αφήσει, να συγκεντρωθώ κι αν
ήταν δυνατόν απνευστί να το τελειώσω. Βιαστικές κι ανυπόμονες, αδέξιες ακόμη μα
άδολες και πάντα συναρπαστικές οι πρώτες αναγνώσεις της νιότης μου, η απομόνωση
με τις ώρες. Έχοντας μπει σε κίνηση εσωτερική, αισθανόμουν πως γεννιόμουν ξανά,
πως ολοκληρωνόμουν κατά τι. Ήταν μια νεύρωση απλώς, ήταν μια πρόσκαιρη ή μια
πραγματική κλίση, ούτε που ήξερα, ούτε που το σκεφτόμουν. Κλείνοντας όμως την
πόρτα προς την έξω ζωή και βάζοντας όλες μου τις δυνάμεις, ταξίδευα απολαυστικά
πάνω σε λέξεις, σε φράσεις, σε άλλες ζωές.
Διάβασα έτσι σε
ολονυχτίες ατέλειωτες και τους άλλους δύο τόμους του κοσμοκαλόγερου, του
βυζαντινού εκείνου άγιου, που ξύπναγε μέσα μου μια βαθύτερη αγωνία για τα
ανθρώπινα και μια παράξενη νοσταλγία, που με έκανε να αναρωτιέμαι για τις
παραδόσεις του λαού μας και να ψάχνω τις ρίζες μου, που με μάθαινε ειλικρίνεια
και περιγραφή, ακριβολογία στη γλώσσα. Κι ερχόταν τα βιβλία, το ένα έφερνε τ’
άλλο. ‘Οι δαιμονισμένοι και το υπόγειο, οι χίλιες και μία νύχτες, οι άθλιοι, του
Κάλβου οι ωδές, του αλεξανδρινού τα ποιήματα, το πορτραίτο του καλλιτέχνη, ο
μακαρίτης Ματίας Πασκάλης, το τέλος της μικρής μας πόλης’, και άλλα, που ξέχασα
τώρα πια και δεν τα θυμάμαι. Βιβλία που μιλούσαν για κάποιους που κάτι γύρευαν διαρκώς,
που ζούσαν σε ακραία κατάσταση, που έπαιζαν δίχως φόβο με το σκοτάδι, βιβλία
που με έφερναν όλο και πιο κοντά στο απέραντο μυστήριο που λέγεται άνθρωπος,
στον πανανθρώπινο χαρακτήρα της τέχνης. Εμπειρία αισθητική που δεν είχα
αισθανθεί ξανά μέχρι τότε, σχολείο μοναδικό και εξαίσιο.
Βέβαια, δεν ήταν όλα τα
βιβλία, που έφερνε ο πατέρας, από κείνα που μ’ άρεσαν. Υπήρχαν κάποια που μια
κι έξω δεν ήταν του γούστου μου, υπήρχαν όμως και άλλα που, ενώ δεν με άφηναν κατ’
αρχήν αδιάφορο, ήταν νωρίς ακόμη να τα διαβάσω. Έπρεπε φαίνεται να μείνουν
διάστημα ικανό, στη δική μου τώρα βιβλιοθήκη που σχηματιζόταν σιγά σιγά και μεγάλωνε,
μέχρι να έρθει κάποτε ο καιρός τους. Το σπουδαιότερο όμως, κι αυτό με έκανε
πράγματι να ανησυχήσω, ήταν η διαπίστωση πως, από ένα σημείο και ύστερα, ο
πατέρας είχε αραιώσει τις επισκέψεις. «Καλά, σταμάτησες να τον ξυρίζεις τον
Βούρη;», τον ρώτησα με την πρώτη ευκαιρία. «Ήθελα να στο πω, παντρεύτηκε ο
Βούρης. Βρέθηκε ευτυχώς μια γυναίκα, να έχει κάποιον δίπλα του ο άνθρωπος μέχρι
το τέλος. Δεν ξέρω αν είναι καλή σαν την πρώτη… μόνη της όμως κι αυτή, μόνος
του κι αυτός, έτσι είναι η ζωή», είπε ο πατέρας. «Τέλος δηλαδή με τα βιβλία;»,
ρώτησα με πραγματική αγωνία. «Μην ανησυχείς, θα πηγαίνω καμιά φορά, θ’
αγοράζουμε και κανένα», και βλέποντάς με στη στενοχώρια μου, «Κυριακή απόγευμα θα
είμαι με τους συναδέλφους στο Διεθνές, πέρνα αν θες και πηγαίνουμε να του
κάνουμε μια επίσκεψη».
Έτσι έγινε, κι αυτή ήταν
η δεύτερη, και τελευταία απ’ όσο θυμάμαι, επίσκεψη στο σπίτι του Βούρη. Εκείνος,
αν και ξυρισμένος και καθαρός και περιποιημένος, αμίλητος καθόταν κι ακίνητος, καρφωμένος
στην πολυθρόνα, χαμένος στον κόσμο του και σε προχωρημένη πια άνοια, εκείνη, αγράμματη
μου φάνηκε, γυναίκα του χωριού, κατά τι νεώτερη, με κάποια παραπάνω κιλά και
λίγη πονηράδα στα μάτια. «Τσίφτης είσαι», του είπε ο πατέρας με ικανοποίηση και
τον τσίμπησε στο μάγουλο περιπαιχτικά. «Πώς τα πάτε;», τη ρώτησε έπειτα. «Καλά
Κώστα…μια έτσι, μια αλλιώς… μαθημένα τα βουνά απ’ τα χιόνια. Να ψήσω καφεδάκι;»,
είπε εκείνη και στράφηκε προς εμένα, «Θες και συ κάτι καμάρι, το τρως το
βύσσινο το γλυκό;» «Ναι, ευχαριστώ», απάντησα άμεσα και δίχως αναστολές,
καραδοκώντας την ευκαιρία. Κι αφού με κοίταγε ο Βούρης με το βλέμμα το απλανές
και σαν να μη μ’ έβλεπε ήταν, κι αφού δεν είχε πια νόημα να τον ευχαριστήσω,
όπως είχα σκοπό, για ό,τι επ’ αφορμή και εξ’ αιτίας του είχα μέχρι τότε
διαβάσει, με το που απομακρύνθηκε εκείνη και χάθηκε στην κουζίνα, στράφηκα
ανενόχλητος προς τη βιβλιοθήκη, και άρχισα, δίχως ν’ αφήνω ίχνη, να ψάχνω μεθοδικά
ανάμεσα στα βιβλία, επιστρέφοντας, για μια ακόμη φορά, στον τόπο του
εγκλήματος.
Σκούρο βελούδο μπλε και δεμένο
εξώφυλλο, χωρίς φωτογραφίες και σκίτσα, μικρότερο μα πιο δύσκολο από τ’ άλλα.
Έγραφε απ’ έξω με μεγάλα γράμματα χρυσαφένια: ‘Μπέρτραντ Ράσελ, Πολιτικά
Ιδεώδη’, και είχε, μετά τις πρώτες εκατό σελίδες που τέλειωνε και άλλες τόσες, ένα
δεύτερο μέσα βιβλίο,: ‘Ζαν Πωλ Σαρτρ, Συνομιλίες’. Μάταια όμως το άνοιγα και το
έκλεινα τόσες φορές, ήταν σαν κλειδωμένο. Ακόμη αναρωτιέμαι γιατί, αλλά αυτό ήταν
δεν άλλαζε, αφού μόνος μου το είχα
διαλέξει και το είχα φέρει στο σπίτι. «Τί το ’θελα κι εγώ το γλυκό», μονολογούσα
οικτίροντας την τύχη μου και τον εαυτό μου, καλύτερα να της έλεγα «να μου
λείπει το βύσσινο». Κοίταζα τις εισαγωγές, νομπελίστες και οι δύο, ο δεύτερος
μάλιστα είχε αρνηθεί το βραβείο, κοίταζα τις αναφορές που έφταναν μέχρι τους
προσωκρατικούς και την αρχαία Ελλάδα, ανυπέρβλητες δυσκολίες. Είχα πέσει
καταφανώς στα βαθιά και δεν αρκούσε το λεξικό, έπρεπε να μάθω να ψάχνω τα
πράγματα και τις λέξεις αλλιώς, να λύνω διαρκώς απορίες.
Ώσπου με κούρασε και το παράτησα
για καιρό, για να το ξαναπιάσω αργότερα, προς το τέλος της εφηβείας, και να
προσπαθήσω και πάλι. Έμαθα έτσι πως πρέπει να απελπίζεται η ελπίδα συχνά για να
είναι πραγματική, πως η μνήμη είναι του χρόνου το κλειδί, και πως ακόμη, κόντρα
στην αλλοτρίωση την καθημερινή και στους φόβους που γεννάει η ευθύνη, πρέπει να
εμπιστεύεται κανείς το συναίσθημα και την κρίση του, αφού αυτός και μόνον αυτός
θα είναι υπεύθυνος για τις πράξεις του μέχρι το τέλος. Εκτός των άλλων αναμετρήθηκα
με το παράδοξο του κουρέα, βγάζοντας το συμπέρασμα πως είναι προβληματικό να
μιλάμε για σύνολα πραγμάτων που περιέχουν τον εαυτό τους, πως τίποτε δεν
θεμελιώνεται στον αέρα, και πως οι θεωρίες καταρρέουν όταν επιχειρούμε ν’
αποδείξουμε τα αξιώματα που βοήθησαν να τις στήσουμε. Το γέλαγα ίσως στην αρχή,
καθώς έβλεπα τον πατέρα να ξυρίζει τον Βούρη, όμως θα πικραινόμουν αργότερα
όταν θα πήγαινα κι εγώ με τη σειρά μου να ξυρίσω τον πατέρα, αρχίζοντας με μια
αόριστη θλίψη ν’ αναρωτιέμαι, ποιος άραγε, αν χρειαστεί και έρθει η ώρα, θα
ξυρίζει εμένα.
Μπορεί και να ήμουν
ευτυχισμένος εκείνα τα χρόνια, τουλάχιστον περισσότερο απ' ότι αργότερα που άρχισα να μαθαίνω καλύτερα τη ζωή και τις δυσκολίες
της. Άλλωστε την ευτυχία, αν υπάρχει ποτέ, τη νιώθουμε αναδρομικά, είναι του
παρελθόντος περισσότερο και του μέλλοντος, παρά της στιγμής. Το διάβασμα βέβαια
μού έγινε έξη και συνήθεια έκτοτε, καθώς τα βιβλία δεν σταμάτησαν να έρχονται
και να φέρνει το ένα το άλλο, σχηματίζοντας παράλληλες σειρές, ακολουθίες που τις
βλέπω καμιά φορά κάπου να τέμνονται. Δεν ξέρω αν όντως αποτέλεσαν τον
προθάλαμο της γραφής και της πνευματικής μου πορείας ή αν λίγο λίγο με κατέστρεφαν
συστηματικά. Δεν ξέρω ακόμη τι απέγινε η βιβλιοθήκη εκείνη του Βούρη, αν
πετάχτηκε πουθενά ή αν βρίσκεται στο σαλόνι κάποιου σπιτιού, αν είχε νόημα να διασωθεί
σε ψηφιακή μορφή όπως θα λέγαμε σήμερα, αφού έτσι κι αλλιώς, οι περισσότεροι δεν
διαβάζουν πραγματικά, αναπληρώνοντας αυτή την ανάγκη με πλήθος υποκατάστατα που
μόνο θόρυβο, σύγχυση και ζημία μπορούνε να φέρουν._